Ο Χρήστος Οικονόμου γεννήθηκε το 1970, είναι πολιτικός συντάκτης στο «Εθνος» και το
«Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το δεύτερο βιβλίο του, με το οποίο μάλιστα
πήρε και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας.
Περιλαμβάνει δεκαέξι ιστορίες - οργανωμένες έτσι που να επικοινωνούν μεταξύ τους, και διαδραματίζονται στη Δυτική Αθήνα και συγκεκριμένα στις
πιο υποβαθμισμένες περιοχές του ευρύτερου Πειραιά - Καμίνια, Νίκαια,
Δραπετσώνα, στο φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε κι ο ίδιος.
Όπως ο ίδιος υποστηρίξει σε συνέντευξή του, όταν δημοσίευσε το
βιβλίο - το 2010 -, ήθελε να γράψει αποκλειστικά για τις χαμηλότερες
εισοδηματικά κοινωνικές τάξεις, όχι για τη μεσαία τάξη.
Εκείνο όμως που κατάφερε, ήταν να βάλει σε πρωταγωνιστικό ρόλο, για πρώτη φορά, τον απλό κόσμο της φτωχολογιάς και συγκεκριμένα το λούμπεν προλεταριάτο[1], να εκφράσει τον πόνο και τις αγωνίες του, την καθημερινή του βιοπάλη, τα συναισθήματά του και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται μέσα στην γενικότερη κοινωνική και πολιτική κρίση των μνημονίων και της ανεργίας.
O όρος «φτωχολογιά» μπορεί να παραπλανήσει, γιατί παραπέμπει σε εικόνες εξαθλίωσης άλλων εποχών, από τις οποίες και προέρχεται. Οι ήρωες του Οικονόμου δεν ζουν σε τρώγλες ή χαμόσπιτα ή συστάδες δωματίων γύρω από φτωχικές αυλές αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, πολλοί από αυτούς έχουν ένα έστω φτηνό αυτοκίνητο, τσιτάρουν στίχους από ροκ συγκροτήματα μάλλον παρά από λαϊκά τραγούδια, βλέπουν τηλεόραση και ξέρουν μέσες άκρες τι συμβαίνει αλλού. Εργάτες, υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, ό, τι και αν είναι, έχουν παραστάσεις ενός πλατύτερου κόσμου και «απολαμβάνουν» μια ελάχιστη, επισφαλή μικροαστική άνεση. Αλλά η φτώχεια τους γίνεται πραγματική και απόλυτη, από τη στιγμή που τους καταπλακώνει η ξαφνική ανεργία ή το βάρος των χρεών ή και τα δυο μαζί. [2]
Η ανάγνωση των πρώτων διηγημάτων σε κάνει να παγώσεις, αρνητικά και καταθλιπτικά συναισθήματα σε κατακλύζουν, τα βλέπεις όλα μαύρα. Αναρωτιέσαι είναι δυνατόν αυτά να είναι όλα αλήθεια; είναι δυνατόν να υπάρχει τόση φτώχεια, τόση πίκρα, τόση μιζέρια; Δεν υπάρχει πουθενά διέξοδο, κι όμως η ζωή συνεχίζεται, πιστεύοντας έτσι απλά "κάτι θα γίνει θα δείς"...!Απουσιάζει εντελώς το οποιοδήποτε πολιτικό υπόβαθρο: ο συγγραφέας αφήνει ελεύθερους τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων του να εκφρασθούν όπως αυτοί μπορούν, χωρίς περιττές φιοριτούρες, χωρίς να φαίνεται ότι οι διάλογοι είναι απομαγνητοφωνημένοι. Τα διηγήματα τελειώνουν όπως τα δράματα των ανθρώπων αυτών και δεν έχουν κατάληξη, ούτε ευτυχή ούτε τραγική.Και η ζωή συνεχίζεται...
Ο Οικονόμου δεν υποδεικνύει ούτε, πολύ περισσότερο, προπαγανδίζει
λύσεις. Δεν φλερτάρει με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ούτε υιοθετεί
καταγγελτικούς τόνους. Δεν ενδίδει ούτε στιγμή στο μελό, από την άλλη
όμως δεν επιδίδεται σ΄ έναν στεγνό, χειρουργικό νατουραλισμό. Τα
διηγήματά του πάλλονται από μια διακριτική, αλλά άμεση και ζωηρή
συμπάθεια για τα πάσχοντα πρόσωπά τους, συμπάθεια τόσο μεταδοτική ώστε
θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμμεσα εξασκούν πολιτική επίδραση.
Γνωρίζουν και αξιοποιούν θαυμάσια τη δύναμη της μεταφοράς, γνωρίζουν
όμως και τη δύναμη της σιωπής. Ο τρόπος που η γραφή του Οικονόμου
χρησιμοποιεί τη σιωπή βρίσκει ένα ωραίο οπτικό αντίστοιχο στη σκηνή
από το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο» όπου ο πρωταγωνιστής, πνιγμένος
στο πένθος και την οργή για τον χαμό ενός στενού φίλου του σ΄ ένα
εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω από το μοιραίο γιαπί
κρατώντας υψωμένο ένα πρόχειρο πλακάτ που δεν γράφει τίποτα πάνω του:
το άγραφο πλακάτ είναι μια διαμαρτυρία ηχηρότερη από οποιοδήποτε
σύνθημα.[2]
Τελειώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου διηγήματος, η πρωταγωνίστρια ψιθυρίζει «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου»: μια νέα γυναίκα που ετοιμάζεται να αναζητήσει δουλειά σε ελληνική επιχείρηση στη Βουλγαρία, όταν η μονοκατοικία που νοικιάζει στην Ελευσίνα δίνεται αντιπαροχή.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου διηγήματος, η πρωταγωνίστρια ψιθυρίζει «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου»: μια νέα γυναίκα που ετοιμάζεται να αναζητήσει δουλειά σε ελληνική επιχείρηση στη Βουλγαρία, όταν η μονοκατοικία που νοικιάζει στην Ελευσίνα δίνεται αντιπαροχή.
Αυτή η φράση, λέει ο Οικονόμου, «εκφράζει με τον πιο καίριο τρόπο
αυτό που αισθάνεται σήμερα η πλειονότητα των Ελλήνων»: ότι χάνει τις
σταθερές της, ότι τη διαλύει η ανασφάλεια, την ισοπεδώνει η απόγνωση κι
ότι έχει ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί σε ένα τοπίο που είναι πια ρευστό.
«Ο κίνδυνος» που ελλοχεύει σε αυτήν την κατάσταση «είναι μεγάλος»,
σχολιάζει. «Ομως από την άλλη θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων να
ανοιχτούμε σε νέα πεδία.
Αυτή είναι και η μοναδική πρόκληση με την οποία αξίζει να έρθουμε
αντιμέτωποι στην Ελλάδα σήμερα: να χαρτογραφήσουμε νέα εδάφη σε όλους
τους τομείς του κοινού μας βίου, είτε πρόκειται για την παιδεία, είτε
για την οικονομία, για τις κοινωνικές δομές ή για τον πολιτισμό».[3]
Στο τέλος μένεις με μια πίκρα στο στόμα. Ένας κόμπος στο λαιμό σε πνίγει. Οι σκέψεις τρέχουν, το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Αναρωτιέσαι συμβαίνουν τέτοια γεγονότα γύρω μου; Και τότε θυμάσαι... Θυμάσαι φίλους και γνωστούς που τελευταία έχασαν την δουλειά τους κι έχουν μείνει άνεργοι. Θυμάσαι αγαπημένα σου γερόντια των οποίων ελέω μνημονίου τους μειώθηκε η σύνταξη και δεν τους φθάνουν τα λεφτά για το πετρέλαιο. Θυμάσαι τον φίλο σου που ξενοίκιασε το διαμέρισμα και μετακόμισε στα πεθερικά του για οικονομία. Και σκέπτεσαι το επίπεδο των συζητήσεων στην παρέα, στην γειτονιά, στη δουλειά με τους συναδέλφους...Συζητήσεις του αέρα και του Φόβου, χωρίς προοπτική χωρίς διέξοδο, ίσα - ίσα για να πορευόμαστε, που λένε.
Κι όμως ο Οικονόμου έμμεσα κατορθώνει να μας μεταδώσει μια αληθινή αισιοδοξία μέσα απ' τα διηγήματά του που πηγάζει από
τη βαθύτερη αξιοπρέπεια και περηφάνια των λαϊκών χαρακτήρων τους, από
την ακατάβλητη θέλησή τους να προχωρήσουν, από την άρνησή τους να
παραιτηθούν από τον εαυτό τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο, ιδιαίτερα στην δύσκολη εποχή που περνάμε. Αξίζει δε να σημειωθεί η οξυδέρκεια και προβλεψιμότητα του συγγραφέα, αν αναλογιστεί κανείς ότι το έγραψε στις απαρχές εφαρμογής του πρώτου μνημονίου το 2010 και είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ!.
---------------------------------
[1] λούμπεν προλεταριάτο: μαρξιστικός όρος που περιγράφει το τμήμα
του προλεταριάτου που λόγω της πλήρους εξαθλίωσής του βρίσκεται στο
κοινωνικό περιθώριο και δεν έχει αναπτύξει ταξική συνείδηση (Βικιλεξικό)
[3] τα "ΝΕΑ"
------------------------------------------------------
(Πρώτη δημοσίευση: apopseis-eponyma.blogspot.gr