Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ

0 σχόλια

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ»
ή πως γεννιέται η βία και που μπορεί να οδηγήσει

του Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Στή συζήτηση που κάναμε στη λέσχη για το βιβλίο συμφωνήσαμε ότι "το μικρό αυτό αριστούργημα του Χάινριχ Μπελ, περιγράφει με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και τρυφερότητα, μια σύγχρονη εκδοχή «ατίμωσης», που όμως δεν γίνεται παθητικά δεκτή, όπως σε άλλες εποχές, αλλά αντιμετωπίζεται δυναμικά από το θύμα."*1

Η υπόθεση του βιβλίου: "η Κατερίνα Μπλουμ, μια νεαρή και ωραία οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει ν' αποκτήσει διαμερισματάκι και μεταχειρισμένο Φολκσβάγκεν, γίνεται αθελά της «πρόσωπο της ημέρας»: σ' ένα αποκριάτικο πάρτυ, γνωρίζει και ερωτεύεται κάποιον καταζητούμενο από την αστυνομία για διάφορα «εγκλήματα». Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ- και απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο."*1

Υπήρχε διαφωνία μεταξύ μας σε δύο θέματα:
  1. στο άν αυτό το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνικό έργο ή ένα βιβλίο το οποίο "με χειρουργική ακρίβεια - και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ - περιγράφει ... μεθόδους με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις"*2. Τέθηκε δηλαδή η ερώτηση "τί εννοούμε με το όρο λογοτεχνία" (βλέπε χρήσιμοι σύνδεσμοι παρακάτω γι' αυτό) και απάντηση δεν δόθηκε και
  2. Άν ο καταζητούμενος απο την αστυνομία που ερωτεύτηκε η Κατερίνα ήταν τρομοκράτης ή απλός ποινικός καταζητούμενος. Εδώ η απάντηση είναι ευκολοδιάκριτη και βγαίνει απο το βιβλίο, ήταν το δεύτερο.
"Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1974, στη Γερμανία, πολύ πριν τα ΜΜΕ λάβουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Περιγράφει ένα κόσμο ζοφερό, σκοτεινό, όπου ο ένας εκμηδενίζεται, γίνεται έρμαιο στη βούληση, του συστήματος και αυτών που το εκμεταλλεύονται. Δυστυχώς παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο, αλλάζουν τα ονόματα, αλλάζουν οι αφορμές, αλλάζουν τα συστήματα και οι πρακτικές. Το πρόβλημα παραμένει. Ο ένας παραμένει ακόμη απροστάτευτος απέναντι στις κάθε είδους εξουσίες, νόμιμες ή παράνομες.

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» γράφτηκε το 1974 και το 1975 γυρίστηκε στον κινηματογράφο από τον Volker Schlondorff σε συνεργασία με την Margarhete von Trotta, ενώ γνωστή είναι και η κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Rainer Werner Fassbinder.


Ο Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολωνία το 1917, από πατέρα γλύπτη. Άρχισε να δουλεύει σ' ένα βιβλιοπωλείο, κι έπειτα υπηρέτησε στο πεζικό σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μετά το 1945 έκανε διάφορες δουλειές, και το 1951 έγινε συγγραφέας. Οι πρώτες του νουβέλες, Το τρένο ήρθε στην ώρα τον και Αδάμ, πού ήσουν; μιλούν για την απελπισία των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί στον πόλεμο. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το Γνωριμία με τη νύχτα και Το αφύλαχτο σπίτι, μιλούν για το ηθικό κενό πίσω από το «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας, ενώ Το ψωμί των πρώτων χρόνων απεικονίζει τη φτώχεια, το ζόφο και την πείνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1972."*1
"Εκείνοι που θα ξαναδιαβάσουν τον Κλόουν θα ανακαλύψουν για μία ακόμη φορά σε ποια κοινωνικά αδιέξοδα οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα και πώς η ταύτιση κοινωνίας και πίστης περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Και αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελ, θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» - και κατ' εξοχήν του γερμανικού - είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένης Δύσης, το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Ολα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.

Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος, στήνοντάς τη μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.

Ο Μπελ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας: ατμόσφαιρα, εκπληκτική χρήση των φωτοδιαστάσεων, ακρότητα στην έκφραση μέσω των ελλείψεων και της υποβολής τους, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των μικρών πραγμάτων, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της εσωτερικής ζωής, ελλειπτικοί διάλογοι που αφήνουν μεγάλα περάσματα για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια ζωή τη μια στιγμή περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη, όπου η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη, αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.

Ο Μπελ στην ιστορική του Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων άλλωστε σημειώνει το 1952:

«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά… Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα…»."*2

Χρήσιμοι σύνδεσμοι για το τί είναι λογοτεχνία:

*1indymedia
*2BHMA - ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ (ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ) | Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Αποστόλης Μωραϊτόπουλος 
Συνέχεια →
Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Εγώ κι ο Καμίνσκι - ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

1 σχόλια
«Εγώ κι ο Καμίνσκι»
του Ντανιέλ Κέλμαν


Το «Εγώ κι ο Καμίνσκι» του Ντανιέλ Κέλμαν ήρθε να συμπληρώσει ότι άρχισε το προηγούμενο βιβλίο που διαβάσαμε «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλούμ» του Μπέλ: εκεί είδαμε την ασυδοσία, την ψευτιά, την χειραγώγηση της κοινής γνώμης και την τρομοκρατία που μπορούν ν’ ασκήσουν τα διάφορα ΜΜΕ στον ανώνυμο πολίτη για να πετύχουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους, ενώ εδώ βλέπουμε πάλι τα ΜΜΕ σε μια τους έκφανση, αλλά κυρίως την εικονική πραγματικότητα του «κόσμου της τέχνης», των δήθεν κουλτουριάρηδων – εικαστικών και των διαφόρων παρατρεχάμενών τους (κριτικών, βιογράφων, ανθρώπων των Γκαλερί , συλλεκτών, χορηγών κ.λπ.) αλλά και των ίδιων των καλλιτεχνών.

Ο Κέλμαν εδώ κατορθώνει αριστουργηματικά, να παρουσιάσει την προσπάθεια ενός κυνικού, εγωμανούς, ξερόλα και ματαιόδοξου κριτικού της τέχνης, στο πρόσωπο του Σεμπάστιαν Τσέλνερ, με σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, που εργάζεται σε μια εφημερίδα, που έβαλε στόχο να πλησιάσει με κάθε μέσο τον γηραλέο τυφλό ζωγράφο Μάνουελ Καμίνσκι για να γράψει την Βιογραφία του, πριν τον προλάβουν οι ανταγωνιστές. Στη προσπάθειά του αυτή ο Σεμπάστιαν – που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας του στο βιβλίο – δείχνει τη κυνικότητα και ανηθικότητα του χαρακτήρα του και γι’ αυτά που σκέπτεται, αλλά και γι’ αυτά που κάνει, με τον, κατ’ αρχάς, δυστυχή ζωγράφο. Από την άλλη και ο ζωγράφος ούτε και τόσο πολύ «τυφλός» είναι, ούτε και τόσο μεγάλος όσο ήθελε να φαίνεται , εξάλλου στον τόπο που ζει είναι παντελώς άγνωστος, μόνο στην «κοινότητα» των δήθεν μυημένων είναι γνωστός κι αυτό για ιδιοτελείς λόγους.

Αυτό το αντάμωμα των δύο προσώπων, σκιαγραφείται με πυκνότητα, χιούμορ, ειρωνεία που φτάνει στα όρια της αυτογελοιοποίησης και περισσή δεξιοτεχνία τόσο στην αφήγηση όσο και στην πλοκή, που πραγματικά σε καθηλώνει μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Οι ήρωές του, παρουσιάζονται με τα ψεγάδια τους, πολύ ανθρώπινοι και φθαρτοί, με τα ελαττώματά τους και τις όποιες αναλαμπές τους - ιδιαίτερα ο Καμίνσκι -όπως άλλωστε είμαστε όλοι μας. Το τελείωμα της ιστορίας είναι εντυπωσιακό: 1)ο ζωγράφος με τις ιδιοτροπίες και τα καμώματά του βασικά αποκαθηλώνεται, όμως παρ’ όλα αυτά παραμένει σαν χαρακτήρας πιο συμπαθής για κάποια ψήγματα σοφίας που του δίδαξε η ηλικία του, 2)ο Σεμπάστιαν δε, όταν παρεμπιπτόντως μαθαίνει πως σαν βιογράφος του έρχεται δεύτερος, τότε αντιλαμβάνεται την ματαιότητα της όλης προσπάθειάς του, συνειδητοποιεί την κενότητα και απαξία όλων αυτών των προσπαθειών που έκανε, εις βάρος της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του ιδίου αλλά και του Καμίνσκι – τον έδιωξε η γυναίκα του η Έλκε, κορόιδεψε την κόρη του ζωγράφου επανειλημμένα – και σε μια έκρηξη αυτογνωσίας ή αυτοκαταστροφικής μανίας, πετάει στην θάλασσα και το μαγνητοφωνάκι του και τις σημειώσεις του, για να κρατήσει ότι ίσως αξίζει περισσότερο στη ζωή, όπως το να ζητήσει συγνώμη από την γυναίκα του που παραμέλησε και από την κόρη του ζωγράφου που πολλές φορές ταλαιπώρησε με τις μηχανορραφίες του.

Συμπερασματικά πιστεύω πως το βιβλίο είναι τόσο συναρπαστικό, όχι τόσο για τη θεματολογία που παρουσιάζει, όσο για τη ανάπτυξη & την διαπλοκή των χαρακτήρων των 2 πρωταγωνιστών, που όσο προχωράει η αφήγηση, η αγωνία μεγαλώνει και εν τέλη στο τέλος σχεδόν τα πάντα ανατρέπονται, τα προσχήματα αυτοκαταργούνται, οι συμπεριφορές εξηγούνται, τίποτα δεν είναι όπως πρώτα, τίποτα το μεγάλο, όλα φαίνονται πλέον απλά και βατά, στο τέλος δε αρχίζεις να τους ψιλοσυμπαθείς κιόλας, "γιατί εν τέλει τους καταλαβαίνουμε, αλλά και γιατί κατά βάθος είχαμε εξαρχής αναγνωρίσει σε αυτούς τα δικά μας ελαττώματα –ή έστω εκείνα των «ανθρώπων που ξέρουμε». Από αυτήν την άποψη, η αφήγηση έχει κάτι από τους πίνακες του Καμίνσκι, που ζωγράφιζε τη θάλασσα χωρίς να την έχει δει ποτέ. Ή μήπως την είχε δει;"*

Περισσότερα για το βιβλίο αλλά και συνέντευξη με τον συγγραφέα διαβάστε εδώ.

*Ηρώ Κουνάδη



Αποστόλης Μωραϊτόπουλος
Συνέχεια →

Στις Βαΐες - H. D.

2 σχόλια
Στις Βαΐες*

H. D. **


Έπρεπε να το σκεφτώ
πως σε όνειρο θα μου 'χες φέρει
κάτι όμορφο, επικίνδυνο,
ορχιδέες σε μεγάλη θήκη,
μιας και (σε όνειρο) ποιος θα 'λεγε
"Eγώ στο στέλνω αυτό,
που άφησα αφίλητες τις φλέβες
τις γαλάζιες του λαιμού σου."

Πώς γίνεται τα χέρια σου
(που ποτέ δεν πήραν τα δικά μου)
τα χέρια σου που έβλεπα
να πλανιούνται πάνω απ’ τις ορχιδέες
τόσο προσεχτικά
τα χέρια σου τόσο εύθραυστα, να ανασηκώνουν
τόσο απαλά, τα εύθραυστα τα σέπαλα των λουλουδιών –
ω, ω, πώς ήταν

Ποτέ δεν έστειλες (σε όνειρο)
αυτό ακριβώς το σχήμα, αυτό ακριβώς το άρωμα,
όχι βαρύ, όχι φιλήδονο
μα επικίνδυνο – επικίνδυνο –
των ορχιδέων σε μεγάλη θήκη,
και από κάτω λαμπρή περγαμηνή
με λίγα λόγια:

"Άνθος σταλμένο σε άνθος,
για χέρια λευκά, τα λιγότερο λευκά,
λιγότερο όμορφα απ' τα φύλλα των ανθών"

ή

"Εραστής προς ερωμένη***, χωρίς φιλί,
ούτε άγγιγμα, αλλά αυτό για πάντα."

[Από τη συλλογή Hymen (Υμένας) - 1921]


[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

*Τόπος διακοπών της Ρωμαϊκής περιόδου στην Καμπανία της Νότιας Ιταλίας, περιβόητος για την ελευθεριότητα και τις ηδονιστικές απολαύσεις που προσέφερε.
**Αρχικά που χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο η Χίλντα Ντούλιτλ (Hilda Doolittle), Αμερικανίδα ποιήτρια και μυθιστοριογράφος (1886 - 1961) [βλέπε φωτογραφία]. Σχετίστηκε με την ομάδα των εικονιστών (imagists) και τον Έζρα Πάουντ ενώ αργότερα τα γραπτά της θεωρήθηκαν γυναικο-κεντρική εκδοχή του μοντερνισμού.
*** Στα Αγγλικά η φράση δεν έχει φύλο (Lover to lover)
Συνέχεια →

Καθρέφτης - Σύλβια Πλαθ

0 σχόλια



ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Σύλβια Πλαθ



Είμαι ασημένιος κι ακριβής. Χωρίς προκαταλήψεις.
Ό,τι κι αν δω, αμέσως το ρουφάω
Έτσι όπως είναι, χωρίς να με θαμπώνει αγάπη ή απέχθεια.
Δεν είμαι σκληρός, μονάχα φιλαλήθης…
Το μάτι ενός μικρού θεού, με τέσσερις γωνίες.
Τον περισσότερο καιρό στοχάζομαι τον τοίχο απέναντί μου.
Ροζ με κηλίδες είναι. Τον κοιτάζω τόσον καιρό τώρα
Που μου φαίνεται κομμάτι της καρδιάς μου. Μα τρεμοπαίζει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μάς χωρίζουν ξανά και ξανά.


Τώρα είμαι λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
Ψάχνοντας στα νερά μου το τι στ’ αλήθεια είναι.
Έπειτα στρέφεται σε κείνους τους ψεύτες, τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω τη ράχη της, και την αντανακλώ πιστά.
Με δάκρυα μ’ ανταμείβει και μια τρικυμία από χέρια.
Της είμαι σημαντικός. Έρχεται και ξανάρχεται.
Κάθε πρωί το πρόσωπό της του σκοταδιού παίρνει τη θέση.
Μέσα μου πνίγηκε, νεαρό κορίτσι, και μέσα μια γριά
Μέρα τη μέρα αναδύεται προς το μέρος της, σαν ψάρι τρομερό.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1961]

 [Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
Συνέχεια →

Οι αλήθειες των άλλων - ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

0 σχόλια
Οι αλήθειες των άλλων

του Νίκου Θέμελη

Ας ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής ότι δεν είμαι "φαν" του Θέμελη. Αν εξαιρέσουμε την Αναζήτηση, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του, που μου έδωσε μια νοσταλγική αίσθηση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα, ενός βαλκανικού και περιαιγιακού χώρου χωρίς σύνορα, τα επόμενα γραφτά του με άφησαν μάλλον αδιάφορο. Ήρθε όμως το τελευταίο του μυθιστόρημα - το πλέον άνισο κατά τη γνώμη μου - να θίξει κάποια ζητήματα που ίσως δεν συναντάμε συχνά στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Οι αλήθειες των άλλων δεν είναι το αρτιότερο μυθιστόρημα του Ν.Θ. Το αντίθετο μάλλον. Διακρίνω σ' αυτό μια βιασύνη (να προχωρήσει) και μια αμηχανία (στο πώς να τελειώσει). Είναι προφανές πως το μυθιστόρημα αδυνατεί να καλύψει επαρκώς μισό και πλέον αιώνα νεοελληνικής ιστορίας. Εκ των πραγμάτων δημιουργεί στον αναγνώστη μια αίσθηση "επί τροχάδην". Σε κάποια μέρη του βιβλίου - ιδίως σε εκείνο που αναφέρεται στην "κρυφή" ζωή του ήρωα στο Αϊβαλί - δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα, με αποτέλεσμα άλλες, π.χ. η αντιστασιακή και εμφυλιοπολεμική περίοδος, να χωλαίνουν συγκριτικά. Έτσι το δέσιμο του συνόλου πάσχει, αν και αυτό δεν σου στερεί την απόλαυση όταν διαβάζεις για την πεταμένη στον μη-χρόνο φιλία των δύο νεαρών στο Αϊβαλί και την αδυναμία του Μεχμέτ-Μανόλη να διακρίνει την ομοφυλοφιλία του άλλου ή για την πρώτη "ελληνική" περίοδο του ήρωα στη Μυτιλήνη και την αντιμετώπιση των προσφύγων από τους ελλαδίτες. Αντίθετα η "σούπα" του τέλους - η αποκαρδιωτική κατάληξη των ακαδημαϊκών φιλοδοξιών του εγγονού - μπορεί να ταιριάζει με το "μήνυμα" του Ν.Θ., αλλά λειτουργεί εντελώς αποκλιμακωτικά στο μυθιστόρημα.

Όμως, παρά το ανολοκλήρωτο των προβληματισμών του, το βιβλίο κεντρίζει το ενδιαφέρον και σε προκαλεί να σκεφτείς για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι εθνικές μας αλήθειες και η εθνική μας ταυτότητα. Σκέφτεται κανείς με αφορμή την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Ν.Θ. μήπως μετά από σχεδόν δύο αιώνες ζωής του ελληνικού κράτους, θα έπρεπε να αρχίσουμε να επαναξετάζουμε κάποια δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε η εθνογενετική μας διαδικασία; Οι κραυγές περί του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού (που τόσο εσπευσμένα αποσύρθηκε) δείχνουν ότι τα θέματα καίνε. Αλλού ευτυχώς ο διάλογος συνεχίζεται πιο νηφάλιος.

Δεν είναι δυνατό βέβαια να αναπτυχθεί κάποια συγκροτημένη επιχειρηματολογία στο πλαίσιο αυτού του μικρού σημειώματος - που φοβάμαι πως ήδη παρατράβηξε σε μάκρος - αλλά θα ήθελα να θέσω κάποια ερωτήματα προς συζήτηση. Πρώτα απ' όλα, πώς όλοι εμείς οι Ρωμιοί, Βλάχοι, Αρβανίτες, Μικρασιάτες (κάποιοι τουρκόφωνοι), Σλαβόφωνοι, κ.λ.π. γίναμε Έλληνες (εθνικός όρος που είχε ουσιαστικά περιέλθει σε αχρησία μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα); Μήπως για χάρη αυτής της εθνογένεσης αναγκαστήκαμε να πετάξουμε στη θάλασσα ως έρμα τις πολιτισμικές διαφορές μας καθιστώντας υπερβολικά στενό το καινούργιο εθνικό μας παπούτσι; Πότε εξετάσαμε σοβαρά, νηφάλια και πέρα από εθνικούς μύθους την ιστορική μας συνέχεια; Δεύτερον, πώς στεκόμαστε σήμερα απέναντι στη Μεγάλη Ιδέα, που ναι μεν οδήγησε αρχικά στην εξάπλωση του ελληνικού κράτους, αλλά και αργότερα στην ήττα και στον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας; Ήταν δίκαιο το αίτημα της επέκτασης στον χώρο της Δυτικής Μ. Ασίας, όπου οι Έλληνες αποτελούσαν μειοψηφία της τάξης του 40% (υπολογισμοί Βενιζέλου!); Τέλος, τι σημαίνει, σήμερα και στο μέλλον, ελληνική εθνική ταυτότητα στην εποχή των μεταναστεύσεων και της Ελλάδας των 2 εκ. μεταναστών; Τι σημαίνει πολυπολιτισμική κοινωνία και πόσο έτοιμοι είμαστε να τη δεχτούμε; Πώς και πόσο δικαιολογημένα τοποθετούμαστε απέναντι σε άλλα βαλκανικά κράτη που διεκδικούν και αυτά, στο πλαίσιο της δικής τους εθνογένεσης, κομμάτια της Ιστορίας που εμείς θεωρούμε ιδιοκτησία μας;

Με τον τρόπο του ο Νίκος Θέμελης μάς έβαλε να σκεφτούμε ότι δεν υπάρχει μόνο η δική μας αλήθεια. Κι αυτό είναι κάτι.

Συνέχεια →
Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Θολός βυθός - ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

1 σχόλια

Θολός βυθός του Γιάννη Ατζακά
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Ατζακά ομολογώ πως μου ήταν αδύνατο να κρατήσω αποστάσεις από το κείμενο. Από τη μια το γεγονός ότι υπήρξε δάσκαλός μου - και πηγή έμπνευσης για πολλούς από εμάς τους μαθητές του - και από την άλλη οι εμπειρίες μου - αν και λιγότερο επώδυνες - από το οικοτροφείο όπου μεγάλωσα δεν μου επέτρεψαν να το δω σαν οποιοδήποτε ανάγνωσμα. Όμως αυτή η προσωπική εμπλοκή λίγο-πολύ υπάρχει ή αναπτύσσεται σε κάθε σχέση αναγνώστη-κειμένου. Οπότε θα πρέπει ίσως να θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είχα εκ προοιμίου αυτή την ιδιαίτερη επαφή με το μυθιστόρημα του Γ.Α.

Γραμμένος ως συνέχεια των Διπλωμένων φτερών που περιγράφουν τα πρώτα του χρόνια στη Θάσο, ο Θολός βυθός μάς "παρασέρνει" στον κόσμο των μετεμφυλιακών παιδοπόλεων της Φρειδερίκης, όπου το παιδί-αφηγητής θα ζήσει τα προεφηβικά και τα πρωτοεφηβικά του χρόνια. Από το Καστρί στη Νέα Σμύρνη, και από τη Βέροια στη Θεσσαλονίκη, θα περάσει τον δρόμο της δύσκολης ενηλικίωσης σαν ιδιάζων πολιτικός πρόσφυγας σε ένα μισο-εκπαιδευτικό, μισο-σωφρονιστικό σύστημα που θεωρεί τους "τροφίμους" του γιους "μιασμάτων" (ή και εν δυνάμει φορείς του κομουνιστικού στίγματος). Ο εθνικός διχασμός γίνεται στα παιδιά εκείνα μια εσωτερική ρωγμή, μια χαίνουσα πληγή που τρώει την ψυχή τους. (Πώς μπορεί να νιώθει ένα παιδί που συνέχεια του λένε πως ο γονιός του είναι αιμοσταγής δολοφόνος;) Η ενοχή είναι ένα σημάδι στο κούτελο που για κάποιους δεν θα φύγει ποτέ.

Ο συγγραφέας δεν καταγγέλλει - θα παραήταν εύκολο. Αφήνει τον μικρό αφηγητή να αφοπλίσει τον αναγνώστη με την αθωότητα της γλώσσας του. Τον παρακολουθεί στην προσπάθειά του να δημιουργήσει τα ψυχικά αντερείσματα που θα του επιτρέψουν - όχι χωρίς τίμημα - να επιβιώσει, χωρίς ο ίδιος να παρεμβαίνει. Το Παιδί έχει τη δική του φωνή. Ο ενήλικος Γιάννης έχει κι αυτός τον δικό του χώρο μέσα στο βιβλίο όπου συνδιαλέγεται με τον μικρό και με τις ανοιχτές πληγές του, αλλά ωθείται στο περιθώριο λόγω της έντασης της φωνής του Παιδιού. Βοηθούμενος και από αυτή την αντίστιξη ο Γ. Α. καταφέρνει να δημιουργήσει από ένα κομμάτι του εαυτού του έναν διακριτό και πειστικό χαρακτήρα που έχει τη δική του ανεξάρτητη ζωή και τον πρώτο ρόλο μέσα στην ιστορία.

Δεν υπάρχει στον Θολό βυθό μια μυθοπλασία που να σπρώχνει την ανάγνωση. Οι εμπειρίες του Παιδιού είναι, θα έλεγα, ακατέργαστες. Δεν εντάσσονται σε κάποια κατασκευασμένη πλοκή έξω από τις αναμνήσεις του συγγραφέα. Όμως η μνήμη και η φαντασία (θα έφτανε η μνήμη από μόνη της για να αναπλάσει τόσες λεπτομέρειες μιας απομακρυσμένης παιδικής ηλικίας;) του Γ. Α. δημιουργούν τόσο δυνατές εικόνες που αρκούν για να σου προσφέρουν την αίσθηση πληρότητας που δίνει η καλή λογοτεχνία.
Συνέχεια →

Ετικέτες