Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η εξομολόγηση του φυγά - Χουάν Βιθέντε Πικέρας

7 σχόλια

Η εξομολόγηση του φυγά             
  [Confesión del fugitivo]
                     
                   του Χουάν Βιθέντε Πικέρας

Μόνο όταν φεύγω είμαι ευτυχισμένος.

Όχι ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, με δρόμους κλειστούς,
μα ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο ’να σπίτι ή στ’ άλλο,
και τα δυο κατά προτίμηση αλλονών.

Δεν μπορώ πια, ούτε θέλω, να μένω ήσυχος.
Ούτε τώρα ούτε μετά. Ούτε εδώ ούτε εκεί.
Εκεί που τελοσπάντων είσαι εσύ,
όποια και να ’σαι εσύ, το όνομά σου βάλε
στα χείλη μου τα διψασμένα, τα αχόρταγα.

Εγώ δεν είμαι εγώ ούτε έχω σπίτι.
Δεν λέω πια, γιατί ποτέ δεν ήμουν,
ποτέ δεν είχα, πάντα ήμουν ξένος
μέσα μου ή έξω μου. Είμαι αυτός που δεν:
ο αλήτης που κοιμάται κάτω απ’ το γεφύρι
που τις όχθες μου ενώνει και το περνώ
χωρίς σταματημό, μέρα και νύχτα.

Γράφω γιατί ψάχνω, γιατί ελπίζω.
Όμως πια δεν ξέρω τι, το ’χω ξεχάσει.
Ελπίζω πως γράφοντας, κάποια στιγμή
θα θυμηθώ. Επιμένω κόντρα στους καιρούς.

Αγωνιώ ανάμεσα σε παρενθέσεις
σε τόπο ζωντανό, χρόνο νεκρό
κάποιας ελπίδας, ανάμεσα σε δύο εδώ.

Ποτέ σε κάτι μα ανάμεσα. Άσε με,
όποια και να ’σαι εσύ, στην ησυχία μου
ή τέλειωνε πια μαζί μου και με το μέλι το πικρό
του να ’μαι μόνος μιλώντας μόνος.

Αποφάσισα να μην αποφασίζω,
να μην είμαι πουθενά αλλά στον δρόμο,
σε γεφύρια, σε πλοία, σε τρένα
όπου θα είμαι απλώς ο επιβάτης
που ξέρω πως είμαι, και να αισθάνομαι
πως με ανησυχεί η γαλήνη,
πως η ησυχία με τρομάζει,
πως η ασφάλεια δεν με ενδιαφέρει,
κι ευτυχισμένος είμαι μόνο στη φυγή.

[Μετάφραση από τα ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

Ο Χουάν Βιθέντε Πικέρας θεωρείται ένας από τους πιο μοναχικούς και αυθεντικούς ποιητές της σύγχρονης ισπανικής ποίησης. Γεννήθηκε το 1960 στο Ντούκες ντε Ρεκένα, ένα μικρό αγροτικό χωριό. Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από τη φύση, τις αγροτικές δραστηριότητες, την έλλειψη βιβλίων, την αθλιότητα του φρανκισμού. Η λογοτεχνική του καλλιέργεια ήταν τελείως προσωπικό του πάθος. Τη δεκαετία του '80 έφυγε τρέχοντας από την Ισπανία. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει έξω από την πατρίδα του: στην αρχή στη Γαλλία, μετά στην Ιταλία και τώρα στην Ελλάδα. [από το αρχείο της BiblioNet]

[Διαβάστε εδώ το ποίημα Η εξομολόγηση του φυγά στο πρωτότυπο ]

Δείτε τον Χουάν Βιθέντε Πικέρας να απαγγέλλει (μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή) στο YouTube










Συνέχεια →
Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Κοχύλι - Ρουμπέν Νταρίο

7 σχόλια

Κοχύλι

                             του  Ρουμπέν Νταρίο


Ένα χρυσό βαρύ κοχύλι πάνω στην άμμο βρήκα.
Μαργαριτάρια φίνα το στολίζαν.
με θεία δάχτυλα η Ευρώπη το 'χε αγγίξει
σαν έσκιζε τα κύματα πα’ στον ουράνιο ταύρο.

Στα χείλη μου το σήκωσα το βουερό κοχύλι
για να σαλπίσω την ηχώ των θαλασσών.
το ακούμπησα στο αυτί μου και τα κυανά άκουσα βάθη
τον μυστικό τους θησαυρό να ψιθυρίζουν.

Γεύομαι τώρα την αλμύρα των πικρών ανέμων
που της Αργούς φουσκώναν τα πανιά
σαν ερωτεύονταν του Ιάσονα το όνειρο τα αστέρια.

και των κυμάτων ακούω το μουρμουρητό και μια άγνωστη λαλιά
και μια βαθιά φουσκονεριά κι έναν αγέρα μυστηριώδη…
(Το κοχύλι έχει το σχήμα της καρδιάς.)




[Μετάφραση από τα ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

Ρουμπέν Νταρίο (1867-1917): Νικαραγουανός ποιητής, πρωτεργάτης του λατινοαμερικάνικου μοντερνισμού και με μεγάλη επίδραση σε όλη την ισπανόφωνη ποίηση του 20ου αιώνα, την οποία συνέδεσε με το κίνημα της νεότερης λυρικής ποίησης που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία, φθάνοντας στο απόγειό της με τον συμβολισμό.

[Διαβάστε εδώ το ποίημα Κοχύλι στο πρωτότυπο.]
Συνέχεια →
Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου - Μιριέλ Μπαρμπερί

4 σχόλια
Αντιπαθώ τη λογοτεχνία της ακατάσχετης φλυαρίας. Που χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα ως πρόσχημα για να μιλήσει επί παντός επιστητού. Θεωρώ ότι πρώτα απ' όλα η λογοτεχνία είναι η αφήγηση μιας ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης ο συγγραφέας συχνά εισάγει και άλλα στοιχεία που υποβοηθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την πλοκή σχηματίζοντας ένα καλά δομημένο σύνολο. Αυτή την πολύ γενική περιγραφή έχω συνήθως στο μυαλό μου όταν επιλέγω τι να διαβάσω. Δυστυχώς, η προσχηματική λογοτεχνία δεν υπηρετείται μόνο από ατάλαντους, αλλά και από ανθρώπους που σίγουρα έχουν κάτι να πουν, όπως η Γαλλομαροκινή Μιριέλ Μπαρμπερί με την Κομψότητα του σκαντζόχοιρου.

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου χωρίζεται σε δύο αφηγηματικές γραμμές. Στην πρώτη, μας μιλάει η 54χρονη Ρενέ Μισέλ, που εργάζεται ως θυρωρός σε μια μεγαλοαστική πολυκατοικία του Παρισιού. Η Ρενέ δεν είναι μια τυχαία θυρωρός. Παρόλο που δεν έχει σπουδάσει, έχει ξεσκολίσει την Παγκόσμια Λογοτεχνία, τον Μαρξ, την Αισθητική, τον Κινηματογράφο, και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Αλλά κρύβει τις γνώσεις και τις προτιμήσεις της επειδή πιστεύει - πιθανότατα δικαιολογημένα - ότι δεν ταιριάζουν με το επάγγελμά της. Επιλέγει μια μοναχική ζωή, με μοναδική της φίλη την απλοϊκή οικιακή βοηθό, Μανουέλα. Η δεύτερη αφήγηση [με ανεπαισθήτως διαφορετική γραμματοσειρά, που μάλλον μπερδεύει] μας δίνεται από την Παλόμα (ή Παλομά, γαλλιστί), μια δωδεκάχρονη σοφή, γόνο  αστικής οικογένειας, με πατέρα (πρώην) υπουργό και μητέρα ψυχοθεραπευόμενη. Η Παλόμα σχολιάζει και αμφισβητεί τα πάντα γύρω της και έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει την ημέρα των δωδέκατων γενεθλίων της. Τα δύο αυτά μυθιστορηματικά πρόσωπα θα έλθουν κοντά όταν στην πολυκατοικία έρχεται να μείνει ένας Ιάπωνας κύριος, ο Κακούρο Όζου, ο οποίος θα λειτουργήσει ως καταλύτης στη ζωή της Ρενέ, κατά κύριο λόγο, αλλά και της Παλόμα.

Θα συγχωρούσα την (ποιητική αδεία) αναληθοφάνεια της συστέγασης δύο τόσο απίθανα απίθανων λαμπρών ιδιοφυιών αν αυτή εξυπηρετούσε κυρίως την πλοκή αντί τη σχοινοτενή παράθεση ("βαθυστόχαστων") αναλύσεων και σχολίων πάνω σε μια σειρά ζητημάτων, από το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι τη γαλλική κουζίνα. Δεν προσπαθώ να πω ότι όλα αυτά για τα οποία μιλάει η Μπαρμπερί μέσω των ηρωίδων της στερούνται ενδιαφέροντος. Αντίθετα, υπάρχουν απολαυστικά κομμάτια, όπως όταν η Παλόμα μιλάει για τη γραμματική ή για την αδυναμία της δασκάλας των Γαλλικών να αντιμετωπίσει ένα ευφυές παιδί, ή όταν η Ρενέ αναλύει τη ζωγραφική του Βερμέερ, για να αναφέρω μερικά παραδείγματα. Αλλού, όμως, το ενδιαφέρον πέφτει κατακόρυφα: συγκρίσεις γάτων με ηλεκτρικές σκούπες, εξυπναδίστικες περιγραφές σκυλιών, γενικότητες περί Τέχνης, που μπορεί να βρει κανείς σε οποιοδήποτε βιβλίο Αισθητικής. Νομίζω, ότι η (έτσι κι αλλιώς υποτυπώδης) πλοκή καταρρέει κάτω από το βάρος τόσης σοφίας.

Εκτός των παραπάνω, αυτό που στήνει η Μπαρμπερί είναι μια μικρογραφία της Γαλλικής κοινωνίας. Ωστόσο, η κριτική της αστικής τάξης δεν οδηγεί σε ρήξη με το συνολικό μοντέλο κοινωνικής δόμησης, αλλά σε έναν "Ιστορικό Συμβιβασμό" [χρησιμοποιώ τον όρο και αστειευόμενος], όπου η Ρενέ θα βρει τον εαυτό της μέσω ενός εκλεπτυσμένου και καλλιεργημένου αστού όπως ο Κακούρο. Έτσι, ακόμη και η (αξιοσημείωτη) αλλοτρίωση της Ρενέ μένει τελικά ξεκρέμαστη και ανανταπόδοτη. Το μόνο όφελος είναι η "σωτηρία της ψυχής" της μικρής (αστής) Παλόμα.

Να επισημάνω εδώ ότι Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου έχει αποσπάσει τη συμπάθεια της κριτικής αλλά και (του γαλλικού, τουλάχιστον) κοινού. Άλλωστε στη λέσχη ανάγνωσης όπου το συζητήσαμε ανήκα στην οικτρή μειοψηφία των σκεπτικιστών. Οπότε, αν εσάς κάτι σας γοήτευσε μέσα από όλα αυτά που από αρνητική σκοπιά σάς περιέγραψα, αγνοήστε με και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα. Σε τελική ανάλυση, ο καθένας μας άλλο μυθιστόρημα διαβάζει.
Συνέχεια →
Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Τελευταίο ταξίδι - Ενρίκε Γκονσάλες Μαρτίνες

2 σχόλια

Τελευταίο ταξίδι
        [Ultimo viaje, 1945]

Τον δρόμο της σιωπής
πήρε. Μπροστά μου
πάει. Με τη δάδα
ήδη μακριά από την προδοσία του αέρα.

Σιγοτραγουδάει τα λόγια
που ψες δεν μπόραγε να πει.
Έσβησε το χαμόγελο, στα μάτια
τρέμισε ο τρόμος γι’ αυτό που τώρα ξέρει.

Τον φωνάζω, τον ακολουθώ. Δεν γυρίζει πια
το πρόσωπό του να μου πει, «πατέρα,
να η νιότη μου, στην παραδίνω,
να η καρδιά μου, να το αίμα».

Όταν τα βήματά μου, από την απουσία
ζωηρεμένα, τον προφτάσουν
και οι δυο μαζί σταθούμε μπρος στο κρύσταλλο που λιώνει
και λευτερώνει τις εικόνες απ’ τον χρόνο,
το πρόσωπό του θα αντικρίσω, θα δω το μέτωπό του
στο πατρικό μου στήθος να βουλιάζει.

Εκεί θα μάθουμε της αναχώρησης τη μέρα
ποιος ορίζει και του ταξιδιού τον λόγο.


[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]


Ενρίκε Γκονσάλες Μαρτίνες [Enrique González Martínez]
Μεξικανός ποιητής [1871-1952]. Αρχικά εκπρόσωπος του Μοντερνισμού, τον αμφισβήτησε ανοίγοντας τον δρόμο για τον Μεταμοντερνισμό. [Ωστόσο, ο Οκτάβιο Πας τον θεωρεί τον μόνο αληθινό μοντερνιστή ποιητή που είχε ποτέ το Μεξικό.] Η ποίηση του εμπνέεται συχνά από τον έρωτα και τον θάνατο.

[Διαβάστε εδώ το ποίημα στο πρωτότυπο και ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλλει.]
Συνέχεια →

Ετικέτες