Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Οι τέσσερις τοίχοι - Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης (εκδ. ΡΟΔΑΚΙΟ)

0 σχόλια

                                                         [Διαβάστε συνέντευξη του συγγραφέα]

Γιατί παραληρούμε όταν επιτέλους οι "κουτόφραγκοι" μάς αναγνωρίζουν; Είναι άραγε επαρχιωτισμός; Είναι μια έλλειψη αυτοπεποίθησης σαν του παιδιού που ζητά την αναγνώριση του πατέρα; Και γιατί αποζητάμε την καταξίωση στα μάτια αυτών που - υποτίθεται - περιφρονούμε ("που ζούσαν σε σπηλιές όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες"); Άλλοι πάλι δηλώνουν αντίθετοι στο  να επιδιώκει η ελληνική λογοτεχνία πάση θυσία (δηλαδή, αναλόγως προσαρμοζόμενη) την εξαγωγή της. Η γνώμη μου είναι ότι θα πρέπει να είμαστε λίγο πιο νηφάλιοι όταν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της εξαγωγιμότητας της λογοτεχνίας μας. Είναι προφανές ότι τα κριτήρια αναγνωστικής επιλογής είναι διαφορετικά σε κάθε χώρα. Δεν ξέρω για άλλες χώρες, αλλά στον αγγλοσαξονικό κόσμο (που ως γνωστό κυριαρχεί) δύσκολα διαβάζονται μεταφρασμένοι τίτλοι. Και έχω την εντύπωση πως ο Άγγλος ή ο Αμερικάνος αναγνώστης δεν ξεφεύγει εύκολα από κάποια στερεότυπα. Περιμένει ενδεχομένως από τον Έλληνα ή τον Ισπανό ή τον Τούρκο συγγραφέα να του δώσει κάτι που να έχει το "άρωμα" της χώρας προέλευσης (αν όχι το εξωτικό ή το φολκλόρ). Γιατί να διαβάσει σε έναν Έλληνα αυτό ακριβώς που μπορεί να βρει στον γνωστό συμπατριώτη του συγγραφέα; Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά δεν "χρωματίζουν" αυτές την υπάρχουσα τάση. Και φυσικά υπάρχει ανάγκη για μεταφράσεις αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι μπορούμε να αναπροσανατολίσουμε τις αναγνωστικές συμπεριφορές. Αυτό βέβαια θα σήμαινε και επιδοτήσεις μεταφράσεων. Δεν έχω τα απαραίτητα στοιχεία. Όμως κρίνοντας από τις περικοπές που έσπευσε να κάνει το αρμόδιο (;) υπουργείο στον χώρο του ΕΚΕΒΙ και τη γενικότερη αδιαφορία των κρατούντων για το βιβλίο, πολύ αμφιβάλλω αν είναι εφικτό κάτι τέτοιο (η "κρίση", βλέπετε).

Αυτά όλα τα θυμήθηκα όταν "ανακάλυψα" ότι το 2007 ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης ήταν υποψήφιος για το υποληπτόμενο βρετανικό βραβείο Foreign Fiction Prize της εφημερίδας Independent [βραβεύει μεταφρασμένη στα αγγλικά λογοτεχνία]. Το μυθιστόρημα με το οποίο μπήκε στην βραχεία λίστα, "Οι τέσσερις τοίχοι", κυκλοφόρησε το 2001 στην Ελλάδα και δεν πέρασε απαρατήρητο, μια και κέρδισε το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Νομίζω ότι η αποδοχή του από το κοινό δεν ήταν ανάλογη. Προσωπικά, αυτά τα χρόνια όλο έλεγα να το διαβάσω κι όλο κάτι τύχαινε και το ανέβαλα. Τελικά, η "κρίση", που με έστειλε να ψάχνω στις δανειστικές βιβλιοθήκες αυτά που δεν μπορώ πλέον να αγοράσω, το έφερε στον δρόμο μου.

Η πλοκή διαδραματίζεται σε κάποιο φανταστικό νησί του Αιγαίου (για να πας εκεί περνάς από ένα άλλο που το όνομά του θυμίζει μπαχαρικό: Κάρυστος (Ευβοίας); Χίος; Δεν έχει σημασία.) Οι χαρακτήρες μοιάζουν να μη μπορούν να ξεφύγουν από κάτι. Ο Π. Ροδακής, όταν πεθαίνει ο πατέρας του, κάνει ένα ταξίδι ολίγων μηνών ανά τον κόσμο κι έπειτα επιστρέφει για να μείνει στο παράξενο σπίτι του, το οποίο αργότερα ανταλλάσσει με τους τέσσερις τοίχους της φυλακής του. Παλεύει με μια χίμαιρα που δεν είναι καν δική του - κληρονομεί τη συνταγή ενός "αγγελικού" μελιού την οποία προσπαθεί να εφαρμόσει. Στο σπίτι του έρχεται και μένει μια αινιγματική γυναίκα, η Βάγια. Δεν διευκρινίζεται ποτέ τι είδους σχέση έχει ο Ροδακής με τη Βάγια πλην του ότι γίνεται συνεργάτης του στην επιχείρηση του μελιού. Γενικά υπάρχει μια αοριστία στους χαρακτήρες του Β.Χ.. Δεν περιγράφονται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, δεν μαθαίνουμε τις σκέψεις τους ούτε τα αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Η σχέση τους με τον χώρο και με τα αντικείμενα είναι πιο καθοριστική. Έχω την αίσθηση ότι επίτηδες υποβαθμίζονται οι σχέσεις των ανθρώπων για να τονισθεί η εξάρτησή τους από τα πράγματα. Ακόμη και οι σχέσεις του Ροδάκη με τη θετή του κόρη  (και κόρη της Βάγιας) αποκαλύπτονται καθυστερημένα. Είναι το σπίτι όπου το παράξενο τρίγωνο βρίσκει την ισορροπία του.Η εγκατάλειψη των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού φέρνει την καταστροφή. Ακόμη και η αφήγηση, όταν απομακρύνεται από τους "τέσσερις τοίχους",  χάνει τη συνοχή της, πλατειάζει. Η φυγή στην Ελβετία λειτουργεί εντελώς αποκλιμακωτικά. (Είναι ο Ρόζενμαν το alter ego του Ροδακή; Αυτό λίγο-πολύ σηματοδοτεί το όνομα του.) Το τέλος, με το ατυχές κατά τη γνώμη μου εύρημα της ανάκρισης και την εισαγωγή κάποιων άσχετων καινούργιων χαρακτήρων, μοιάζει απελπιστικά παράταιρο.

Το ύφος του Χατζηγιαννίδη θυμίζει πολύ έντονα τον μαγικό ρεαλισμό της Ζατέλη αλλά και Μπόρχες ή Κασάρες (μεταξύ άλλων - να μην ξεχάσω και την ομοιότητα με την ατμόσφαιρα που διαθέτει το "Στρίψιμο της βίδας" του Χένρι Τζέιμς). Επίσης συγκρίνοντάς τον με τον Πάνο Καρνέζη και την επιτυχημένη πορεία του στον αγγλικό εκδοτικό χώρο, μπορούμε να δούμε τι περίπου "ζητάει" από έναν έλληνα συγγραφέα το βρετανικό αναγνωστικό κοινό. Από μόνο του αυτό έχει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του. Για να μην αδικήσω το μυθιστόρημα θα πρέπει να τονίσω ότι έχει ορισμένες εξαιρετικές στιγμές όσο -όπως προανέφερα - μένει στους "τέσσερις τοίχους". Οι προσπάθειες για τη δημιουργία του τέλειου μελιού δίνονται με πολύ κέφι και έμπνευση. Η κλειστοφοβική αγωνία στις σκηνές του Χτιστού σε καθηλώνει. Όμως σιγά-σιγά η γοητεία της αφήγησης αφήνεται να χαθεί. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Ίσως τελικά τα γούστα μου να μην είναι και τόσο αγγλοσαξονικά παρ' όλη τη χρόνια αγάπη μου για την αγγλόφωνη λογοτεχνία.

Share/Bookmark

Σχόλια

Ετικέτες