Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Καρδιά τόσο άσπρη - Χαβιέρ Μαρίας

0 σχόλια
Καρδιά τόσο άσπρη Του Javier Marìas
Υπάρχουν βιβλία που τ’ αρχίζεις και δεν μπορείς να τα τελειώσεις. Άλλα πάλι τα τελειώνεις και μετά από λίγο χρόνο τα ξεχνάς, δεν θυμάσαι καν το τίτλο, τον συγγραφέα. Τέλος υπάρχουν κι εκείνα τα βιβλία, που σ’ εντυπωσιάζουν τόσο, που δεν μπορείς να τα ξεχάσεις. Θέλεις να τα ξαναδιαβάσεις, να γράψεις μερικές αράδες για αυτά, να μοιραστείς κάποια πράγματα που σ’ εντυπωσίασαν με τους φίλους σου. Ένα τέτοιο βιβλίο ήταν για μένα το «Καρδιά τόσο άσπρη» του Javier Marias: το συζητήσαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου την Κυριακή 21/4/2013, δηλαδή πριν σχεδόν 2μιση μήνες και δεν λέω να το ξεχάσω. Ήθελα από καιρό να το ξαναπιάσω στα χέρια μου και να γράψω μια παρουσίαση γι’ αυτό. Στο εντωμεταξύ έχω διαβάσει πάνω από 10 διαφορετικές σκέψεις – παρουσιάσεις για το βιβλίο σε διάφορα blogs και εφημερίδες. Με τα περισσότερα συμφωνώ, κι επειδή κανόνας μου είναι να μην εφευρίσκω τον τροχό ξανά και ξανά, ίσως τα περισσότερα από αυτά που θα αραδιάσω παρακάτω, αποτελούν ευγενή προσφορά – δανεισμό από αυτές τις πηγές, που παραθέτω στο τέλος.

Θυμάμαι, μόλις μισή ώρα πριν την συνάντησή μας στη Λέσχη, πρόλαβα να διαβάσω και τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου σπίτι μου. Διάφορες σκέψεις, υψηλής έντασης και πολυπλοκότητος με είχαν κατακλύσει. Δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω: να δώσω σημασία στην περιγραφή της πλοκής, των προσώπων, των σκέψεων που τα πρόσωπα φαίνεται ότι κάνουν (κατά τον αφηγητή); Ή, τι είναι αυτό το μυθιστόρημα, αστυνομικό, φιλοσοφικό, ψυχολογικό με φιλοσοφικές προεκτάσεις... ή είναι εντέλει ένα σύγχρονο φιλοσοφικό μυθιστόρημα;

Τελικά από την συζήτηση μεταξύ μας στη Λέσχη, ξεκαθάρισαν πολλά πράγματα. Η "Καρδιά τόσο άσπρη" θα μπορούσε λοιπόν να είναι κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά αυτό που προκύπτει τελικά είναι ένα εξαιρετικό και μοναδικό κράμα διαφόρων ειδών γραφής. Ο Χαβιέρ Μαρίας μας μιλά για τη δύναμη των λέξεων και τη δυνατότητά τους ν' αλλάξουν τη ζωή εκείνου που θα τις ακούσει, για τη δύναμη της αφήγησης, για τα μυστικά, το γάμο, την υποψία, το τυχαίο, για την ομιλία και την αποσιώπηση και τις τόσο άσπρες καρδιές που σιγά σιγά λερώνονται, μαθαίνοντας αυτό που δεν θέλησαν να μάθουν.

"Το ν' ακούς είναι το πιο επικίνδυνο, σημαίνει να ξέρεις, σημαίνει να πληροφορείσαι και να είσαι ενήμερος, τ' αυτιά δεν έχουν βλέφαρα που θα μπορούσαν να κλείσουν ενστικτωδώς μπροστά σ' αυτό που ειπώθηκε, δεν μπορούν να φυλαχτούν απ' αυτό που προαισθάνονται ότι θ' ακούσουν, πάντα είναι πάρα πολύ αργά. Τώρα πια ξέρουμε, κι αυτό μπορεί να λεκιάσει τις τόσο άσπρες καρδιές μας, ίσως και να 'ναι χλωμές και φοβισμένες, ή δειλές".
Javier Marìas

Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή.

"Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα ότι ένα από τα κορίτσια, όταν δεν ήταν πια κορίτσι και είχε πρόσφατα επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της, μπήκε στο μπάνιο, στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη, άνοιξε την μπλούζα της, έβγαλε το σουτιέν και σημάδεψε την καρδιά της με την κάννη του πιστολιού του πατέρα της, ο οποίος βρισκόταν στην τραπεζαρία με κάποια από τα μέλη της οικογένειας και τρεις καλεσμένους".

Έτσι με ένα πυροβολισμό αρχίζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του βιβλίου. Ένα νέο κορίτσι, λίγο μετά το γαμήλιο ταξίδι της, αυτοκτονεί με το πιστόλι του πατέρα της. Ο άντρας της, μήνες μετά θα παντρευτεί την αδελφή της. Λέγεται Ρανθ και είναι ο πατέρας του αφηγητή. Αυτή η σκηνή που έχει σημαδέψει την οικογένεια αποτελεί ένα μυστικό αξεδιάλυτο για τον γιο. Ακόμη και παντρεμένος με την Λουίσα, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει πράξεις και λόγια που κουβαλιούνται χρόνια τώρα σαν ένα βασανιστικό κληροδότημα. Το ζευγάρι είναι διερμηνείς (ο Χουάν που είναι κι ο αφηγητής και η Λουίσα) και γνωρίστηκαν σε διεθνείς συναντήσεις. Κερδίζουν χρήματα, ταξιδεύουν συνεχώς, γλώσσες, χώρες, καταγωγές είναι γι αυτούς στοιχεία διερμηνεύσιμα αλλά τα συναισθήματα και η βαθιά λογική τούς διεφεύγει. Τα μυστικά, που ποτέ δεν διερμηνεύονται, αποτελούν τους άλυτους γρίφους και μοιάζουν να αιωρούνται πάνω από τις ζωές τους.

“Η αφήγηση παραμορφώνει, η αφήγηση των γεγονότων παραμορφώνει τα γεγονότα και τα παραποιεί και σχεδόν τα αρνείται, το καθετί που αφηγούμαστε παύει σιγά σιγά να είναι πραγματικό και ακριβές, ακόμα κι αν είναι αληθινό, η αλήθεια δεν εξαρτάται από το αν υπήρξαν ή συνέβησαν τα πράγματα, αλλά από το αν παραμένουν κρυμμένα και αν αγνοούνται και αν δεν λέγονται΄ όταν αναφέρονται ή εκδηλώνονται ή επιδεικνύονται, ακόμα κι αν είναι με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο, στην τηλεόραση ή στις εφημερίδες, σ αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα ή ζωή ή ακόμα και πραγματική ζωή, γίνονται τελικά μέρος της αναλογίας και του συμβόλου, και δεν είναι πια γεγονότα, αντίθετα έχουν μετατραπεί σε αναγνώριση.”

Η αυτοκτονία της αδελφής της μητέρας του αν κι έχει συμβεί στο απώτερο παρελθόν και είναι άγνωστη στον αφηγητή μέχρι τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ωστόσο είναι συνεχώς παρούσα στη ζωή του και καθορίζει το μέλλον του. Ο Χουάν επιζητά να μάθει και ν' αναλύσει τα πάντα εκτός απ' αυτό που συνέβη τόσο παλιά και που τον αφορά. Ωστόσο το γεγονός αυτό παραμένει μετέωρο ανάμεσα στους ήρωες του μυθιστορήματος αλλά και ανάμεσα στον αναγνώστη και στον αφηγητή θέτοντας κάθε τόσο σε κίνηση την περίτεχνη πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Άλλωστε, θα έρθει η στιγμή που όλα θα έρθουν στο φως.

"Σκέφτηκα τότε πως ήταν γραφτό μου να μάθω, λες και οι ιστορίες που επί πολλά χρόνια βρίσκονται θαμμένες έχουν μια στιγμή που πρέπει να βγουν στην επιφάνεια και τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τον ερχομό τους... Δεν πιστεύω ότι περνάει ποτέ η εποχή μιας ιστορίας. Τα πάντα βρίσκονται εδώ, περιμένοντας κάτι να τα κάνει να επιστρέψουν. Ίσως φτάνει τελικά κάποια στιγμή που τα πράγματα θέλουν να ειπωθούν, αυτά τα ίδια, ίσως για να ξεκουραστούν ή για να περάσουν επιτέλους στο χώρο του φανταστικού".

Ο Ισπανός δημιουργός αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας της αφήγησης. Κατασκευάζει ένα πυκνό και ποιητικό μικροσύμπαν, που κέντρο του είναι ο άνθρωπος της εποχής μας, κλεισμένος στο κέλυφός του σα σαλιγκάρι.

"Η αλήθεια ποτέ δεν λάμπει, όπως συνηθίζουμε να λέμε, γιατί η μοναδική αλήθεια είναι αυτή που δεν γίνεται γνωστή και δεν μεταδίδεται, εκείνη που δεν μεταφράζεται σε λέξεις ή σε εικόνες, η καλυμμένη και η μη επιβεβαιωμένη, και ίσως γι' αυτό να αφηγούμαστε τόσα ή ακόμα και να τα αφηγούμαστε όλα, ώστε να μην έχει συμβεί τίποτα, από τη στιγμή που το έχουμε αφηγηθεί".

Ο αφηγητής θα έρθει η στιγμή να αναμετρηθεί με την αλήθεια. Γιατί αυτοκτόνησε η αδελφή της μητέρας του; Η Λουίσα θα εμπλακεί επίσης στην ομολογία του μυστηρίου. Όλοι μαζί όμως θα αποδιοργανωθούν αφού πρέπει να εξιστορήσουν με την πραγματική γλώσσα της ζωής και φυσικά η καρδιά τους δεν θα παραμείνει “λευκή”, μαθαίνοντας αυτό που δεν θέλησαν να μάθουν μέχρι τότε.

Ο Μαρίας συνεχίζει να κάνει εμπνευσμένη και συστηματική ανάλυση πολλών περιφερειακών καταστάσεων,  φεύγοντας από το θέμα στο οποίο βρίσκεται και περνώντας σ΄ένα άλλο με την μεγαλύτερη άνεση που φαντάζεται κάποιος. Παρατηρεί εστιάζοντας με οξύτατη αντίληψη στα βασικά αλλά και δευτερεύοντα συναισθήματα και πραγμένα των εμπλεκομένων και κυρίως στα δικά του ως αφηγητή -αυτοδιηγητικού μάλιστα,ρόλο που κρατάει σταθερά για τον εαυτό του αφήνοντάς τον πάντως να αναπνέει κι έξω από αυτόν- αλλά η τελική ανασύνθεση των όσων παρατηρεί, με αυτήν την άκρως στοχαστική  διάθεση, κι η καταγραφή τους που επιχειρεί αμέσως μετά, είναι πάρα πολύ δύσκολη,  αυτή καθαυτή, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε μια εντυπωσιακή μυθιστορία βάσης, με έντονα στοιχεία αστυνομικής πλοκής, διακλαδωμένη όμως με πλήθος παραφυάδων ιστοριών  γύρω της, που ενδέχεται -αν δεν διατυπωθούν με μέτρο- ν΄αποπροσανατολίσουν, να μείνουν σ΄ αυτό δηλαδή το κάτι, που φοβήθηκα στην αρχή.

Ακριβώς όμως αυτό το ρίσκο που παίρνει, να κάνει δηλαδή μια δύσκολη,συνθετική και παρέμβλητη αφήγηση, είναι ό,τι απογειώνει το δημιούργημά του, καθώς ο Μαρίας, επειδή το μπορεί, κεντάει στην συνέχεια με λέξεις ένα λεπτομερές και δύσκολο κομψοτέχνημα και παράλληλα με το βασικό, που έχει κατά νου σαν θέμα και σαν κεντρικό του μοτίβο, δεν διστάζει να προσθέτει συνεχώς  δεκάδες μικρότερα μοτίφ,που έλκουν ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη,που, αν δεν βιαστεί, πρόκειται να απολαύσει ένα καθ΄όλα εξαιρετικό βιβλίο ,έναν μύχιο μονόλογο, πέρα για πέρα εξομολογητικό, ενός ανθρώπου που στέκεται απέναντι από τον καθρέφτη στον οποίο αντικατοπτρίζεται  η ψυχή η δική του αλλά και των υπολοίπων -οικείων και ξένων- κι όλο αυτό είναι σαν την συνεχή ροή ενός μυαλού ευαίσθητου, σαν το αέναο βόμβισμα μιας παραγωγικής κυψέλης σκέψεων, σαν την ματιά μέσα από ένα καλειδοσκόπιο, διασκεδαστική και τρομαχτική παράλληλα, τόσο αληθινή όσο μαζί και ψεύτικη, που πριν -τόσο βιαστική είμαι ώρες και φορές- τις εξέλαβα σαν περικοκλάδες ...

Ο αφηγητής μας κατέχεται από λογής φόβους για την εξέλιξη του γάμου του με την συνάδελφό του μεταφράστρια και διερμηνέα Λουίσα,από το ταξίδι τους του μέλιτος κιόλας,επειδή ο πατέρας του,ο εκλεπτυσμένος και καλοστεκούμενος Ρανθ, ήταν ο σύζυγος της νεαρής γυναίκας που την αυτοκτονία της περιγράφει στην αρχή. Η νεαρή αυτή γυναίκα, η Τερέσα,αδελφή της επόμενης συζύγου τού Ρανθ της Χουανίτας,μητέρας του αφηγητή, έχει μάθει κάτι που την οδηγεί στην αυτοκτονία μια βδομάδα μετά την επιστροφή του ζευγαριού από το γαμήλιο ταξίδι.

Ο αφηγητής, που το όνομά του είναι Χουάν, κυριεύεται από φόβους,ανησυχίες και πολλές αρνητικές σκέψεις , που τις επιτείνει η γνώση, έστω και ημιτελής,του θανάτου που βαραίνει την οικογενειακή ιστορία και μάλιστα ένα περιστατικό του οποίου γίνεται μάρτυρας κατά την δική του γαμήλια παραμονή στην Αβάνα, τις κάνει ακόμα πιο έντονες.

Ένα παράνομο ζευγάρι,στο διπλανό δωμάτιο, η Κουβανή Μύριαμ κι ο Ισπανός Γκιγιέρμο μαλώνουν για την συνέχιση της σχέσης τους και τους ακούει όταν εκείνη του ζητάει να σκοτώσει την γυναίκα του για να μείνει ελεύθερος κι αυτός της λέει να κάνει υπομονή γιατί η γυναίκα του είναι έτσι κι αλλιώς ετοιμοθάνατη.

Ο Χουάν κουβαλάει αυτήν την ξένη ιστορία μαζί του, την στοιβάζει χωρίς να την μοιραστεί με την σύζυγό του πάνω στην δική του οικογενειακή κι έρχεται γρήγορα να προστεθεί και μια ακόμα, που την ζει σαν τρίτος αλλά πιο άμεσα, σ΄ένα ταξίδι του επαγγελματικό στην Νέα Υόρκη και η οποία διαδραματίζεται ανάμεσα στην παλιά του φίλη και συνάδελφο Μάρτα κι έναν μυστήριο άντρα, που τον λένε Μπιλ -το όνομα Μπιλ, από το Ουίλιαμ, αντιστοιχεί στα ισπανικά με το Γκιγιέρμο- και όλα αυτά, μαζί με ό,τι αργότερα ο Ρανθ αποκαλύπτει στην Λουίσα, την παλιά ιστορία και μοναδική αλήθεια για την αυτοκτονία της Τερέσας, ψυχικά τσακίζουν τον Χουάν, τον κυνηγούν, τα βλέπει στον πολυπρισματικό καθρέφτη-καλειδοσκόπιο, που έλεγα πιο πάνω.

Παρακάτω αντιγράφω ορισμένες σκέψεις του συγγραφέα για το γάμο (κι όχι μόνο):

«Από τότε που σύναψα το γάμο ( και αυτό είναι ένα ρήμα σε αχρηστία, αλλά πολύ παραστατικό και χρήσιμο) άρχισα να έχω ένα σωρό προαισθήματα καταστροφής, προαισθήματα όμοια μ’ εκείνα που σου προκαλεί μια απ’ αυτές τις αρρώστιες από τις οποίες ποτέ δεν ξέρεις με βεβαιότητα πότε θα θεραπευτείς. Η έκφραση αλλάζω κατάσταση, που συνήθως τη χρησιμοποιούμε με ελαφρότητα και γι’ αυτό δε λέει και πάρα πολλά, είναι αυτή που μου φαίνεται πιο κατάλληλη και ακριβής για την περίπτωσή μου, και της προσδίδω βαρύτητα, αντίθετα με ό,τι συνηθίζεται. Με τον ίδιο τρόπο που μια αρρώστια αλλάζει τόσο την κατάστασή μας ώστε μας αναγκάζει μερικές φορές να διακόψουμε τα πάντα και να κρεβατωθούμε ατέλειωτες μέρες και να βλέπουμε πια τον κόσμο μονάχα από το μαξιλάρι μας, έτσι και ο γάμος μου ήρθε να καταργήσει τις συνήθειές μου και ακόμη και τις πεποιθήσεις μου και, γεγονός πιο αποφασιστικής σημασίας, μέχρι και τη θεώρησή μου για τον κόσμο. Ίσως επειδή ήταν ένας γάμος κάπως όψιμος, ήμουν τριάντα τεσσάρων χρόνων όταν τον σύναψα. (…)

Αυτή η αλλαγή κατάστασης, όπως και η αρρώστια, έχει ανυπολόγιστες συνέπειες και διακόπτει τα πάντα, ή τουλάχιστον δεν επιτρέπει σε τίποτα να συνεχίσει να είναι όπως πριν: δεν μας επιτρέπει, για παράδειγμα, μετά τη βραδινή έξοδο για φαγητό ή για σινεμά να πάει ο καθένας στο σπίτι του και να χωρίσουμε, κι εγώ με το αυτοκίνητο ή μ’ ένα ταξί ν’ αφήσω τη Λουΐσα στην πόρτα του σπιτιού της κι ύστερα, αφού θα την έχω αφήσει, να κάνω μόνος μου μια βόλτα στους μισοάδειους και πάντα καταβρεγμένους δρόμους, και φυσικά να σκέφτομαι εκείνη και το μέλλον, μόνος μου, στο δρόμο για το σπίτι μου. Μετά το γάμο, βγαίνοντας από το σινεμά, τα βήματα κατευθύνονται μαζί προς το ίδιο μέρος ( αντηχώντας χωρίς συγχρονισμό, γιατί τώρα πια είναι τέσσερα τα πόδια που περπατούν), όχι όμως επειδή έχω αποφασίσει να τη συνοδέψω ούτε καν επειδή το συνηθίζω και μου φαίνεται σωστό και ευγενικό να το κάνω, αλλά επειδή τώρα τα πόδια δεν διστάζουν πάνω στο υγρό οδόστρωμα ούτε το σκέφτονται ούτε αλλάζουν γνώμη ούτε μπορούν να το μετανιώσουν ούτε καν να επιλέξουν: τώρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πάμε στο ίδιο μέρος, είτε το θέλουμε είτε όχι απόψε, ή ίσως να ήταν χτες το βράδυ που εγώ δεν ήθελα (…)


Αυτή η αλλαγή, λοιπόν, δεν αφήνει να συνεχίσει τίποτα να είναι όπως πριν, πολύ περισσότερο αν, όπως συμβαίνει συνήθως, έχει προαναγγελθεί από μια κοινή προσπάθεια, η κυριότερη δυνατή έκφραση της οποίας είναι η επιτηδευμένη προετοιμασία ενός κοινού σπιτιού, που δεν υπήρχε πριν ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον, αλλά που πρέπει να εγκαινιαστεί και από τους δύο, επιτηδευμένα. Σ’ αυτή την ίδια συνήθεια ή την πρακτική, πολύ διαδεδομένη απ’ όσο ξέρω, βρίσκεται η απόδειξη ότι στην πραγματικότητα, από τη στιγμή της σύναψης του γάμου, οι δύο συμβαλλόμενοι απαιτούν μια αμοιβαία κατάργηση ή εκμηδένιση, την κατάργηση εκείνου που ο καθένας υπήρξε και εκείνου που ο καθένας ερωτεύτηκε ή του οποίου είδε τα προτερήματα, μια και δεν προηγείται πάντοτε ο έρωτας, μερικές φορές ακολουθεί, άλλες φορές πάλι δεν συμβαίνει ούτε μετά ούτε πριν. Δεν είναι δυνατό να συμβεί. Η εκμηδένιση του καθενός, εκείνου που ο άλλος γνώρισε, εκείνου με τον οποίο δημιούργησε μια σχέση και τον οποίο αγάπησε, φέρνει μαζί της την εξαφάνιση των σπιτιών και των δύο, ή συμβολίζεται μ’ αυτήν. Έτσι λοιπόν, δυο άνθρωποι που είχαν τη συνήθεια να υπάρχει ο καθένας για τον εαυτό του και να είναι ο καθένας σε άλλο χώρο, να ξυπνάει ο καθένας μόνος του και πολύ συχνά να πλαγιάζει κιόλας μόνος του, βρίσκονται αίφνης τεχνητά ενωμένοι στον ύπνο και στο ξύπνημά τους, ή καθώς περπατούν στους μισοάδειους δρόμους στην ίδια κατεύθυνση ή ανεβαίνουν μαζί στο ασανσέρ, όχι πια ο ένας ως επισκέπτης κι ο άλλος ως οικοδεσπότης, ούτε πηγαίνοντας ο ένας να πάρει τον άλλον ή αυτός κατεβαίνοντας για να συναντήσει εκείνον, που περιμένει στο αυτοκίνητο ή δίπλα σ’ ένα ταξί, αλλά και οι δυο μαζί χωρίς επιλογή, με μερικά δωμάτια και ένα ασανσέρ κι ένα κατώφλι που δεν ανήκαν σε κανέναν και τώρα ανήκουν και στους δύο, μ’ ένα κοινό μαξιλάρι για το οποίο είναι πια αναγκασμένοι να μαλώνουν μέσα στον ύπνο τους και από το οποίο, ακριβώς όπως ο άρρωστος, θα καταλήξουν κι αυτοί να βλέπουν τον κόσμο». ( σελ. 16-19)

Και μια μέρα πριν το γάμο του, ο αφηγητής του Javier Marias αναλογίζεται:

«Από αύριο, και φαντάζομαι για πολλά χρόνια, δεν θα μπορώ να επιθυμώ να δω τη Λουΐσα, γιατί θα τη βλέπω μόλις ανοίγω τα μάτια μου. Δεν θα μπορώ ν’ αναρωτιέμαι τι διάθεση θα έχει σήμερα ούτε πώς θα είναι ντυμένη, γιατί θα βλέπω το πρόσωπό της από την αρχή της μέρας και ίσως θα τη βλέπω να ντύνεται, μπορεί ακόμα και να ντύνεται όπως εγώ θα της ζητάω, αν της λέω τις προτιμήσεις μου. Από αύριο δεν θα υπάρχουν οι μικρές άγνωστες λεπτομέρειες που εδώ κι ένα χρόνο σχεδόν γέμιζαν τις μέρες μου, που μ’ έκαναν να ζω αυτές τις μέρες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δηλαδή σε μια κατάσταση αόριστης αναμονής και αόριστης άγνοιας. Θα ξέρω πάρα πολλά, θα ξέρω περισσότερα απ’ όσα θέλω να ξέρω για τη Λουΐσα, θα έχω μπροστά μου ό,τι μ’ ενδιαφέρει από κείνη και ό,τι δεν μ’ ενδιαφέρει, δεν θα έχω πια δυνατότητα επιλογής ή εκλογής, την πιο ασήμαντη, την ελάχιστη καθημερινή εκλογή που σήμαινε να τηλεφωνηθούμε, να κανονίσουμε ραντεβού, να συναντηθούμε με τα μάτια του ενός να ψάχνουν τον άλλο στην είσοδο του κινηματογράφου ή ανάμεσα στα τραπέζια ενός εστιατορίου, ή πάλι ο ένας να ετοιμάζεται και να ξεκινά να επισκεφτεί τον άλλον. Δεν θα βλέπω το αποτέλεσμα, αλλά τη διαδικασία, που ίσως να μη μ’ ενδιαφέρει. Δεν ξέρω αν θέλω να βλέπω πώς βάζει το καλσόν της και πώς το στερεώνει στη μέση και στους γοφούς, ούτε να ξέρω πόση ώρα περνάει στο μπάνιο το πρωί, αν βάζει κρέμες για να κοιμηθεί ή τι διάθεση έχει όταν ξυπνάει και με βλέπει δίπλα της. Νομίζω πως τις νύχτες δεν θέλω να τη βρίσκω κάτω από τα σεντόνια με νυχτικό ή με πιτζάμες, αντίθετα θέλω να τη γδύνω βγάζοντάς της τα ρούχα του δρόμου, να της αφαιρώ την εμφάνιση που είχε ολόκληρη τη μέρα, όχι αυτή που μόλις θα έχει αποκτήσει μπροστά μου, ενώ θα είμαστε μόνοι στο δωμάτιό μας, ίσως γυρίζοντάς μου την πλάτη. Νομίζω πως δεν θέλω αυτή την ενδιάμεση φάση, όπως επίσης δεν θέλω μάλλον να ξέρω και πολύ καλά ποια είναι τα ελαττώματά της, ούτε να μάθω υποχρεωτικά αυτά που πρόκειται να αποκτήσει καθώς θα περνούν οι μήνες και τα χρόνια, αυτά που αγνοούν οι άλλοι που θα τη βλέπουν, που θα μας βλέπουν. Νομίζω πως επίσης δεν θέλω να χρησιμοποιώ το εμείς, να λέω πήγαμε ή θα αγοράσουμε ένα πιάνο ή θα κάνουμε παιδί ή έχουμε μια γάτα». ( σελ 94-5).

Αυτός  είναι ακριβώς ο ρόλος του μυθιστοριογράφου: να καταστήσει απαραίτητες, αναγκαίες όλες αυτές τις τυχαίες φαινομενικά δολοπλοκίες των λέξεων. Οπως ακριβώς συνέβη προ ετών με τον ίδιο ενώ καθόταν μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση. Είχε ξαναδεί τον «Μάκβεθ» του Ορσον Γουέλς αλλά ήταν η πρώτη φορά που άκουσε με ανοιχτά τα βλέφαρα τη φράση της αιματοβαμμένης σαιξπηρικής Λαίδης: «Τα χέρια μου έχουν το χρώμα σου· μα ντρέπομαι να 'χω μια καρδιά τόσο άσπρη». Δεν ήταν απλώς ένα τυχαίο πάτημα στο τηλεκοντρόλ που του χάρισε τον τίτλο του πλέον διάσημου βιβλίου του. Ηταν οι λέξεις «καρδιά» και «άσπρη» που ζήτησαν να αποκτήσουν τη δική τους οντότητα μέσα στις σελίδες του έργου του ­ μια ενδοφλέβια ένεση σε ένα μυθιστόρημα που η Ευρώπη θα αγκαλιάσει σαν ένα από τα πρωτοπόρα του ισπανικού νέου κύματος.

Λεξιλάγνος αλλ' ουδόλως εραστής του λογιωτατισμού, ο Χαβιέρ Μαρίας επαναφέρει στη λογοτεχνική σκηνή ένα κομμάτι της που έμοιαζε να έχει ατροφήσει. Το απλό μυθιστόρημα ιδεών παραδίδει εκ νέου τη σκυτάλη στο σύγχρονο φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Και, παρ' ότι, όπως επισημαίνει ο Πιερ Λεπάπ στον γαλλικό «Monde», «ο χαρακτηρισμός μπορεί να φοβίζει και δικαίως γιατί φέρνει στον νου επίπονες αναζητήσεις στον γραπτό λόγο που καταλήγουν σε δυσνόητους συμβιβασμούς ανάμεσα στις απαιτήσεις της τέχνης και στη λογική των ιδεών», ο μαδριλένος συγγραφέας στέφεται καλλιτέχνης και όχι γενειοφόρος καθηγητής. «Το "Καρδιά τόσο άσπρη"», συνεχίζει ο γάλλος κριτικός, «βρίσκεται στους αντίποδες των επιτυχημένων μυθιστορημάτων της Πανεπιστημιακής Διεθνούς· ο Εκο, ο Λοντζ, ο Ferrucci, η Byatt πλάθουν τους λόγιους κριτικούς στοχασμούς τους μέσα στο πιο παραδοσιακό, και μάλιστα το πιο γερασμένο μυθιστορηματικό καλούπι».

Ο Χαβιέρ Μαρίας γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1951, σπούδασε Αγγλική Γλωσσολογία και μετάφρασε άγγλους συγγραφείς από τους οποίους είναι εμφανώς επηρεασμένος. Περιπλεκόμενη αφήγηση, κρυστάλλινη, κομψευόμενη αλλά και αναβλητική ως προς τα “επεξηγηματικά σημάδια”, οι διασταυρώμενες αφηγήσεις παραπέμπουν στον Sterne, τον Conrad, τον Nabokov και δυσκολεύοντας την ανάγνωση στα ελληνικά. Το μυθιστόρημα βραβεύτηκε με το βραβείο IMPAC 1997. Διαβάζεται με προσοχή, γοητεύει γιατί υπαινίσσεται περισσότερα απ όσα δηλώνει και γιατί σε καθιστά συνένοχο τόσο αποσιωπώντας όσο και αποκρύπτοντας. 

Η Μαδρίτη θα τον κρατήσει αρκετό καιρό μακριά. Εχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην αγγλική γλωσσολογία θα διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να φιλοτεχνεί δοκίμια, άρθρα και σύντομες βιογραφίες για τον διεθνή Τύπο. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «El monarca del tiempo», «El siglo», «El hombre sentimental» (Βραβείο Μυθιστορήματος Herralde 1986), «Todas las almas» (Βραβείο Ciudad de Barcelona 1989). Οι κριτικοί έχουν αρχίσει να υποκύπτουν σε ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα που δεν φοβάται να «παίξει» με το θρίλερ και το φιλμ νουάρ (ακόμη και ο όνομα του Χίτσκοκ θα διανθίσει τους πλείστους ­ είναι η αλήθεια ­ διθυράμβους που συνοδεύουν το όνομά του), τη φάρσα, την ειρωνεία και το δράμα.

Με την «Καρδιά τόσο άσπρη» η Ευρώπη είναι πλέον δική του. Μέσα σε δύο εβδομάδες το βιβλίο θα πουλήσει στη Γερμανία 100.000 αντίτυπα, με τη Γαλλία και τη Βρετανία να ακολουθούν ασθμαίνοντας στα ίχνη του απολωλότος Ισπανού. Ο Marcel Reich - Ranicky, θρυλικός γκουρού της γερμανικής λογοτεχνίας, καταποντίζει το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκύντερ Γκρας για να αποφανθεί ότι «δεν υπάρχει τίποτε στη σύγχρονη λογοτεχνία που να μπορεί να συγκριθεί με το έργο του Χαβιέρ Μαρίας... ίσως μόνο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες». Το γερμανικό «Der Spiegel» αφιερώνει διά στόματος Χέλμουτ Καράσεκ τρεις σελίδες στον συγγραφέα της «Καρδιάς», ενώ ο Ζίγκριντ Λέφλερ της «Suddeutsche Zeitung» του Μονάχου μιλάει για «ένα μυθιστόρημα ανατρεπτικό μοντέρνο, κοσμοπολίτικο, με μια ματιά σύγχρονη στην Ισπανία του σήμερα».

Το 1996 ο Μαρίας επανέρχεται με το «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς» και καθιερώνεται πλέον ως το «χαϊδεμένο παιδί» της ισπανικής λογοτεχνίας. Και εδώ (όπως και στο «Καρδιά τόσο άσπρη», με μια νιόπαντρη να αυτοπυροβολείται μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου) οι εναρκτήριες σελίδες είναι γεμάτες πορφυρές κηλίδες. Αυτή τη φορά ο ήρωας Βίκτωρ Φρανθές, ένας συγγραφέας και σεναριογράφος της τηλεόρασης, δέχεται μια πρόσκληση για δείπνο από μια παντρεμένη γυναίκα, η οποία αφήνει την τελευταία της πνοή στη διάρκεια του ερωτικού παιχνιδιού. Και πάλι ο Μαρίας αφήνει το περιτύλιγμα μιας ζοφερής μυθοπλασίας να τον παρασύρει σε ένα ολοκαίνουργο παιχνίδισμα κόσμων ­ και φυσικά λέξεων ­ με φόντο τη νυχτερινή Μαδρίτη και έναν μεταμοντέρνο Δον Κιχώτη ψυχών και αναμνήσεων: «Και πόσο λίγα είναι αυτά που μένουν τελικά από κάθε άτομο μέσα στον άχρηστο χρόνο σαν το ολισθηρό χιόνι, για πόσο λίγα υπάρχει απόδειξη, και από αυτά τα λίγα που μένουν πόσα αποσιωπούνται, και από αυτά που δεν αποσιωπώνται μόνο ένα ελάχιστο μέρος μένει μετά στη μνήμη και για λίγο καιρό: ενόσω οδεύουμε αργά προς την εξάλειψή μας μόνο και μόνο για να περάσουμε στην πλάτη ή στην πίσω πλευρά αυτού του χρόνου, όπου δεν μπορεί πια κανείς να συνεχίσει να σκέφτεται ούτε να αποχαιρετά».

Ο ίδιος εξομολογείται σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «El Pais» ότι τον έχει φοβίσει η υποδοχή της Γηραιάς Ηπείρου. Περιγράφει μάλιστα ένα παράξενο τηλεφώνημα που του έκαναν άγνωστοι βιβλιοφάγοι: «Σήκωσα το ακουστικό και μου είπαν στα αγγλικά ότι μου τηλεφωνούσαν από ένα εστιατόριο. Με ρώτησαν αν μιλάω γερμανικά και όταν απάντησα αρνητικά πήραν το ακουστικό κάποιοι άλλοι οι οποίοι δήλωσαν ότι θέλουν να με δουν, να με χαιρετήσουν, να με τραβήξουν φωτογραφίες. Τρελοί για τα σίδερα». Ισως γιατί ο λεξιλάγνος της Ισπανίας δεν μπορεί ακόμη να αντιληφθεί ότι δύο βιβλία στη λίστα με τα μπεστ σέλερ της Ενωμένης Ευρώπης συνεπάγονται αυτοσχέδια φαν κλαμπ. Ισως πάλι γιατί προτιμά την desamor.

-------------------------------------
Πηγές:
alexis-chryssanthie.blogspot.gr

------------------------------------
Αναδημοσίευση από: apopseis-eponyma.blogspot.gr
Συνέχεια →

Ετικέτες