« Η χρονιά της ερήμου» ή το ταγκό της βαρβαρότητας
(του Pedro Mairal, εκδόσεις Πόλις, Λέσχη 12/7/10)
Αρχικά θέλω να κάνω λίγο αυτοκριτική: έχω αποφασίσει εδώ και χρόνια για κάθε βιβλίο που διαβάζω, να γράφω 1-2 σελίδες, κάτι σαν περίληψη ή βιβλιοκριτική, κάτι τέλος πάντων για μένα τον ίδιο, να το θυμάμαι και να το ξαναδιαβάζω, όταν θέλω να το ξαναθυμηθώ μετά από χρόνια. Κάπου όμως το πράγμα ξέφυγε από τον αρχικό στόχο του, έγινε όλο και λιγότερο προσωπικό, λιγότερο υποκειμενικό, κάπου μια κακώς εννοούμενη προσωπική έπαρση μ’ έκανε να νομίζω ότι είμαι κάποιος φτασμένος βιβλιοκριτικός και έτσι, νομίζω κάπου έχασα… την μπάλα! Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις έγινε – όπως πάντα – μια φράση κλειδί, που νομίζω είπε η Χρυσούλα ή η Καλλιόπη, που είπε «εκείνο που μ’ έκανε το κλικ για να ενδιαφερθώ για τη Λέσχη σας, ήταν εκείνη η προσωπική κατάθεση ψυχής στη βιβλιοπαρουσίαση του Παναγιώτη για το «Θολό βυθό» του Ατζακά», πράγμα που κι εμένα μ’ άρεσε τότε. Έτσι λοιπόν τροποποιώ λίγο στο ποιο αυθεντικά προσωπικό το κείμενο που είχα αρχικά γράψει για το τρέχον βιβλίο, κι ελπίζω στο μέλλον – και με τη βοήθεια της ομάδας μας – να… βάλλω μυαλό.
Γενικά πάντως θέλω να πω, πως η συζήτηση που κάναμε την περασμένη Δευτέρα, στο πανέμορφο μπαλκόνι της Εξωραϊστικής, ήταν εξαιρετικά γόνιμη και νομίζω όχι μόνο για μένα. Σημαντικό ρόλο βέβαια έπαιξε το θέμα του βιβλίου σε συνδυασμό με την κατάσταση την οικονομικοπολιτική που περνάει η πατρίδα μας.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος η Μαρία Βαλντές Νέιλαν περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο την περιπέτεια που έζησε εκείνη «την χρονιά της ερήμου» και της καταστροφής, στα τέλη του 2001 με αρχές του 2002 στην πατρίδα της την Αργεντινή, όταν κατέρρευσε οικονομικά η χώρα της κάτω από τις προσταγές του ΔΝΤ και της ντόπιας και διεθνούς οικονομικής μαφίας.
Αρχικά το πανύψηλο κτίριο του συγκροτήματος Γκαραι, στους τελευταίους ορόφους του οποίου λειτουργούσε η επενδυτική εταιρεία της «Σουάρες & Μπάιτος» όπου δούλευε η Μαρία σαν γραμματέας και τηλεφωνήτρια, έσφυζε από ζωή. Μετά άρχισαν οι διακοπές του ρεύματος μέχρι που κόπηκε τελείως. Οι υπολογιστές αχρηστεύτηκαν. Η Μαρία αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στην παλιά της γραφομηχανή. Οι εργασίες διακόπηκαν. Οι δρόμοι γέμισαν κόσμο που διαδηλώνει ολημερίς. Η αστυνομία παίρνει τα όπλα και βγαίνει πεζή και έφιππη με τα μαστίγια στους δρόμους να εκφοβίσει τους διαδηλωτές. Μάταια όμως. Μετά έρχεται και ο στρατός. Οι παρακρατικοί επίσης. Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Νεκροί στον δρόμο. Όμως ο κόσμος έχει εξεγερθεί, οι διαδηλώσεις δεν σταματούν. Αστυνομία και στρατός αδυνατούν να σταματήσουν την λαϊκή οργή. Στα σουπερμάρκετ, όσα έχουν ακόμη κάτι στα ράφια τους, οι τιμές αλλάζουν συνεχώς και όσοι διαθέτουν ακόμα λίγα πέσος πέφτουν με τα μούτρα να πάρουν οτιδήποτε έχει τις λιγότερες αλλαγμένες ετικέτες τιμής. Πολλά καταστήματα λεηλατούνται από το εξαγριωμένο πλήθος. Η τηλεόραση στις λίγες ώρες πλέον που εκπέμπει και τα διάφορα ΜΜΕ παραπληροφορούν συστηματικά για τις διαδηλώσεις του κόσμου. Μιλούν για δήθεν δεκάδες κομμουνιστές που διαδηλώνουν, ενώ στην πραγματικότητα, όλος ο κόσμος χωρίς καμία κομματική ή άλλη καθοδήγηση, είναι στους δρόμους και στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Το χάος διευρύνεται και με κόσμο που έρχεται από τις επαρχίες στην πρωτεύουσα. Ο κόσμος κάνει επιδρομή στις τράπεζες, όσες απέμειναν ακόμη για να αλλάξει τα τελευταία του δολάρια σχηματίζοντας τεράστιες ουρές. Ύστερα αρχίζει να αυτοοργανώνεται στις πολυκατοικίες που διαμένει. Οργανώνεται ενάντια στην «Κοσμοχαλασιά» που έρχεται από παντού να τον φέρει πίσω στον μεσαίωνα. Το μαρτύριο της Μαρίας έχει αρχίσει. Σαν υπνωτισμένη, προσπαθεί να περπατήσει στους γνωστούς της δρόμους, να συναντήσει τον αγαπημένο της Αλεχαντρο να σώσει την οικογένειά της, τον ίδιο της τον εαυτό. Στο διάβα της αυτό, θα βιώσει την ανθρώπινη βαρβαρότητα, το πλήρη εξευτελισμό, θα αναγκαστεί ακόμη και να σκοτώσει, αφού πρώτα πουλήσει το κορμί της για ένα πιάτο φαί, αλλά στο τέλος θα επιζήσει.
Τελικά μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει τόσο χαμηλά; Μπορεί ένας μέσος άνθρωπος όπως η Μαρία να γίνει άθυρμα του καθενός μόνο και μόνο για να επιζήσει; Η Μαρία από γραμματέας γίνεται άνεργη, πλύστρα, νοσοκόμα, καθαρίστρια στα πλοία, πόρνη, αγρότισσα, σχεδόν χασάπης, άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Και επιστρέφει σε ένα άδειο Μπουένος Άιρες, όπου στέκουν ακόμη ορισμένα ψηλά κτίρια μεταξύ των οποίων και το δικό της όπου δούλευε πριν. Εκεί μπαίνοντας, ενώ πιστεύει ότι τέλειωσε η περιπέτειά της, συναντά την κόλαση του Δάντη κυριολεκτικά: βλέπει εξαθλιωμένους τους παλιούς της εργοδότες και άλλους ανθρώπους στριμωγμένους και φοβισμένους ανάμεσα σε πτώματα κρεμασμένα .απ’ το ταβάνι.
Το βιβλίο δεν είναι πολιτικό, δεν είναι ψυχολογικό, δεν είναι κοινωνιολογικό, δεν είναι φιλοσοφικό, δεν είναι αλληγορικό, δεν είναι απλά λογοτεχνικό, είναι όλα αυτά μαζί στον υπερθετικό βαθμό. Σε καθηλώνει η αφήγηση, σε ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΕΙ με την περιπέτεια της ηρωίδας που βιώνει η ίδια και οι γύρω της και σε κάνει να αναρωτιέσαι μέχρι που φτάνει η αντικειμενική εξιστόρηση της κατάστασης και που αρχίζει η μυθοπλασία του συγγραφέα. Αρχίζει να εξιστορεί μια πραγματική κατάσταση όπως το ότι η τηλεόραση εξέπεμπε μόνο 2 ώρες την ημέρα και φτάνει στο εύρημα του άρρωστου πατέρα της που ξυπνούσε μόνο όταν είχε πρόγραμμα η τηλεόραση και καταλήγει στο ότι ζούσε ή πέθαινε με βάση το on off του τηλεκοντρόλ στο νοσοκομείο. Κι αυτό προφανώς για να υπογραμμίσει την τεράστια εξάρτηση που έχουμε από τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα από την τηλεόραση (κυρίως στους μεγάλης ηλικίας ανθρώπους) κ.α. Η υπερβολή, η αλληγορία, η μυθοπλασία και συνάμα η επιλεγμένη καταγραφή πραγματικών γεγονότων εκείνης της σκοτεινής περιόδου που πέρασε η χώρα του Pedro Mairal, δοσμένα όλα μαζί λογοτεχνικά με μια απλή και απέριττη γραφή, σε καθηλώνουν, μα το σημαντικότερο σε προτρέπουν λόγω της σημερινής παρόμοιας οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, να ψάξεις παραπέρα για περισσότερες πληροφορίες για την τότε κατάσταση της Αργεντινής, να ξεδιαλύνεις το δίπολο μυθοπλασία – πραγματικότητα, να μάθεις στο τι πραγματικά συνέβη εκεί τότε.
________________________________
Παρακάτω επισυνάπτω υλικό που βρήκα στο διαδίκτυο που σχετίζεται με το βιβλίο, τον συγγραφέα και την κατάσταση της Αργεντινής τότε:
1. Το τάνγκο της βαρβαρότητας – Ελευθεροτυπία Επτά, Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
2. Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Exanda (Αυγερόπουλος τότε στον Alpha) που γυρίστηκε λίγο μετά τα γεγονότα αρχές του 2002, πολύ κατατοπιστικό.
3. Σχετικά με την Αργεντινή από την wikipedia.
4. Αργεντινή 2001-Ελλάδα 2010. Η Ιστορία Επαναλαμβάνεται…Για να ΜΗΝ πάθουμε αυτά που έπαθαν στην Αργεντινή…
Αποστόλης Μωραϊτόπουλος
(του Pedro Mairal, εκδόσεις Πόλις, Λέσχη 12/7/10)
Αρχικά θέλω να κάνω λίγο αυτοκριτική: έχω αποφασίσει εδώ και χρόνια για κάθε βιβλίο που διαβάζω, να γράφω 1-2 σελίδες, κάτι σαν περίληψη ή βιβλιοκριτική, κάτι τέλος πάντων για μένα τον ίδιο, να το θυμάμαι και να το ξαναδιαβάζω, όταν θέλω να το ξαναθυμηθώ μετά από χρόνια. Κάπου όμως το πράγμα ξέφυγε από τον αρχικό στόχο του, έγινε όλο και λιγότερο προσωπικό, λιγότερο υποκειμενικό, κάπου μια κακώς εννοούμενη προσωπική έπαρση μ’ έκανε να νομίζω ότι είμαι κάποιος φτασμένος βιβλιοκριτικός και έτσι, νομίζω κάπου έχασα… την μπάλα! Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις έγινε – όπως πάντα – μια φράση κλειδί, που νομίζω είπε η Χρυσούλα ή η Καλλιόπη, που είπε «εκείνο που μ’ έκανε το κλικ για να ενδιαφερθώ για τη Λέσχη σας, ήταν εκείνη η προσωπική κατάθεση ψυχής στη βιβλιοπαρουσίαση του Παναγιώτη για το «Θολό βυθό» του Ατζακά», πράγμα που κι εμένα μ’ άρεσε τότε. Έτσι λοιπόν τροποποιώ λίγο στο ποιο αυθεντικά προσωπικό το κείμενο που είχα αρχικά γράψει για το τρέχον βιβλίο, κι ελπίζω στο μέλλον – και με τη βοήθεια της ομάδας μας – να… βάλλω μυαλό.
Γενικά πάντως θέλω να πω, πως η συζήτηση που κάναμε την περασμένη Δευτέρα, στο πανέμορφο μπαλκόνι της Εξωραϊστικής, ήταν εξαιρετικά γόνιμη και νομίζω όχι μόνο για μένα. Σημαντικό ρόλο βέβαια έπαιξε το θέμα του βιβλίου σε συνδυασμό με την κατάσταση την οικονομικοπολιτική που περνάει η πατρίδα μας.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος η Μαρία Βαλντές Νέιλαν περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο την περιπέτεια που έζησε εκείνη «την χρονιά της ερήμου» και της καταστροφής, στα τέλη του 2001 με αρχές του 2002 στην πατρίδα της την Αργεντινή, όταν κατέρρευσε οικονομικά η χώρα της κάτω από τις προσταγές του ΔΝΤ και της ντόπιας και διεθνούς οικονομικής μαφίας.
Αρχικά το πανύψηλο κτίριο του συγκροτήματος Γκαραι, στους τελευταίους ορόφους του οποίου λειτουργούσε η επενδυτική εταιρεία της «Σουάρες & Μπάιτος» όπου δούλευε η Μαρία σαν γραμματέας και τηλεφωνήτρια, έσφυζε από ζωή. Μετά άρχισαν οι διακοπές του ρεύματος μέχρι που κόπηκε τελείως. Οι υπολογιστές αχρηστεύτηκαν. Η Μαρία αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στην παλιά της γραφομηχανή. Οι εργασίες διακόπηκαν. Οι δρόμοι γέμισαν κόσμο που διαδηλώνει ολημερίς. Η αστυνομία παίρνει τα όπλα και βγαίνει πεζή και έφιππη με τα μαστίγια στους δρόμους να εκφοβίσει τους διαδηλωτές. Μάταια όμως. Μετά έρχεται και ο στρατός. Οι παρακρατικοί επίσης. Πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Νεκροί στον δρόμο. Όμως ο κόσμος έχει εξεγερθεί, οι διαδηλώσεις δεν σταματούν. Αστυνομία και στρατός αδυνατούν να σταματήσουν την λαϊκή οργή. Στα σουπερμάρκετ, όσα έχουν ακόμη κάτι στα ράφια τους, οι τιμές αλλάζουν συνεχώς και όσοι διαθέτουν ακόμα λίγα πέσος πέφτουν με τα μούτρα να πάρουν οτιδήποτε έχει τις λιγότερες αλλαγμένες ετικέτες τιμής. Πολλά καταστήματα λεηλατούνται από το εξαγριωμένο πλήθος. Η τηλεόραση στις λίγες ώρες πλέον που εκπέμπει και τα διάφορα ΜΜΕ παραπληροφορούν συστηματικά για τις διαδηλώσεις του κόσμου. Μιλούν για δήθεν δεκάδες κομμουνιστές που διαδηλώνουν, ενώ στην πραγματικότητα, όλος ο κόσμος χωρίς καμία κομματική ή άλλη καθοδήγηση, είναι στους δρόμους και στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Το χάος διευρύνεται και με κόσμο που έρχεται από τις επαρχίες στην πρωτεύουσα. Ο κόσμος κάνει επιδρομή στις τράπεζες, όσες απέμειναν ακόμη για να αλλάξει τα τελευταία του δολάρια σχηματίζοντας τεράστιες ουρές. Ύστερα αρχίζει να αυτοοργανώνεται στις πολυκατοικίες που διαμένει. Οργανώνεται ενάντια στην «Κοσμοχαλασιά» που έρχεται από παντού να τον φέρει πίσω στον μεσαίωνα. Το μαρτύριο της Μαρίας έχει αρχίσει. Σαν υπνωτισμένη, προσπαθεί να περπατήσει στους γνωστούς της δρόμους, να συναντήσει τον αγαπημένο της Αλεχαντρο να σώσει την οικογένειά της, τον ίδιο της τον εαυτό. Στο διάβα της αυτό, θα βιώσει την ανθρώπινη βαρβαρότητα, το πλήρη εξευτελισμό, θα αναγκαστεί ακόμη και να σκοτώσει, αφού πρώτα πουλήσει το κορμί της για ένα πιάτο φαί, αλλά στο τέλος θα επιζήσει.
Τελικά μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει τόσο χαμηλά; Μπορεί ένας μέσος άνθρωπος όπως η Μαρία να γίνει άθυρμα του καθενός μόνο και μόνο για να επιζήσει; Η Μαρία από γραμματέας γίνεται άνεργη, πλύστρα, νοσοκόμα, καθαρίστρια στα πλοία, πόρνη, αγρότισσα, σχεδόν χασάπης, άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Και επιστρέφει σε ένα άδειο Μπουένος Άιρες, όπου στέκουν ακόμη ορισμένα ψηλά κτίρια μεταξύ των οποίων και το δικό της όπου δούλευε πριν. Εκεί μπαίνοντας, ενώ πιστεύει ότι τέλειωσε η περιπέτειά της, συναντά την κόλαση του Δάντη κυριολεκτικά: βλέπει εξαθλιωμένους τους παλιούς της εργοδότες και άλλους ανθρώπους στριμωγμένους και φοβισμένους ανάμεσα σε πτώματα κρεμασμένα .απ’ το ταβάνι.
Το βιβλίο δεν είναι πολιτικό, δεν είναι ψυχολογικό, δεν είναι κοινωνιολογικό, δεν είναι φιλοσοφικό, δεν είναι αλληγορικό, δεν είναι απλά λογοτεχνικό, είναι όλα αυτά μαζί στον υπερθετικό βαθμό. Σε καθηλώνει η αφήγηση, σε ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΕΙ με την περιπέτεια της ηρωίδας που βιώνει η ίδια και οι γύρω της και σε κάνει να αναρωτιέσαι μέχρι που φτάνει η αντικειμενική εξιστόρηση της κατάστασης και που αρχίζει η μυθοπλασία του συγγραφέα. Αρχίζει να εξιστορεί μια πραγματική κατάσταση όπως το ότι η τηλεόραση εξέπεμπε μόνο 2 ώρες την ημέρα και φτάνει στο εύρημα του άρρωστου πατέρα της που ξυπνούσε μόνο όταν είχε πρόγραμμα η τηλεόραση και καταλήγει στο ότι ζούσε ή πέθαινε με βάση το on off του τηλεκοντρόλ στο νοσοκομείο. Κι αυτό προφανώς για να υπογραμμίσει την τεράστια εξάρτηση που έχουμε από τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα από την τηλεόραση (κυρίως στους μεγάλης ηλικίας ανθρώπους) κ.α. Η υπερβολή, η αλληγορία, η μυθοπλασία και συνάμα η επιλεγμένη καταγραφή πραγματικών γεγονότων εκείνης της σκοτεινής περιόδου που πέρασε η χώρα του Pedro Mairal, δοσμένα όλα μαζί λογοτεχνικά με μια απλή και απέριττη γραφή, σε καθηλώνουν, μα το σημαντικότερο σε προτρέπουν λόγω της σημερινής παρόμοιας οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, να ψάξεις παραπέρα για περισσότερες πληροφορίες για την τότε κατάσταση της Αργεντινής, να ξεδιαλύνεις το δίπολο μυθοπλασία – πραγματικότητα, να μάθεις στο τι πραγματικά συνέβη εκεί τότε.
________________________________
Παρακάτω επισυνάπτω υλικό που βρήκα στο διαδίκτυο που σχετίζεται με το βιβλίο, τον συγγραφέα και την κατάσταση της Αργεντινής τότε:
1. Το τάνγκο της βαρβαρότητας – Ελευθεροτυπία Επτά, Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
2. Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Exanda (Αυγερόπουλος τότε στον Alpha) που γυρίστηκε λίγο μετά τα γεγονότα αρχές του 2002, πολύ κατατοπιστικό.
3. Σχετικά με την Αργεντινή από την wikipedia.
4. Αργεντινή 2001-Ελλάδα 2010. Η Ιστορία Επαναλαμβάνεται…Για να ΜΗΝ πάθουμε αυτά που έπαθαν στην Αργεντινή…
Αποστόλης Μωραϊτόπουλος
Η 14η Ιουλίου, εκτός από επέτειος της γαλλικής επανάστασης, είναι και η πιο παραγωγική ημερομηνία στην ιστορία του ιστολογίου μας!
Παναγιώτης
Δεν είναι θέμα παραγωγικότητας για μένα, είναι απλά θέμα χρόνου πότε θα αναρτήσω στην ιστοσελίδα μια βιβλιοπαρουσίαση για ένα βιβλίο που διάβασα, για το οποίο πάντα γράφω κάτι όσο λιγο χρόνο και αν έχω. Δεν βρίσκω όμως και τόσο κομψό να αναρτηθούν την ίδια ημέρα συγχρόνως 2 βιβλιοπαρουσιάσεις για το ίδιο βιβλίο και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τίτλο. Κάτι πρέπει να γίνει π.χ. να γραφεί στον τίτλο το πρόσθετο "μια άλλη άποψη για το βιβλίο" ή κάτι παρεμφερές. Διαφορετικά άν υπάρχουν κι άλλες απόψεις, μπορούμε να δημιουργήσουμε καινούργια ετικέτα με τον τίτλο του βιβλίου.
Αποστόλης
Εγώ δεν θεωρώ ότι υπάρχει πρόβλημα να δημοσιοποιεί ο καθένας τη γνώμη του για ένα βιβλίο είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με τη γνώμη κάποιου άλλου.