
Πεινάω για το στόμα, τη φωνή σου, τα μαλλιά σου,
παίρνω τους δρόμους νηστικός κι αμίλητος,
πια δεν με θρέφει το ψωμί, η αυγή με συνταράζει,
ψάχνω όλη μέρα τον υγρό τον ήχο των ποδιών σου.
Διψώ για τ’ απαλό το γέλιο σου, τα χέρια σου
των άγριων σπαρτών που έχουν το χρώμα,
πεινάω για τις πέτρες των νυχιών σου τις χλωμές,
θέλω να φάω το δέρμα σου σα μύγδαλο αξεφλούδιστο.
Θέλω να φάω τη φλεγόμενη αχτίδα του κορμιού σου,
τη μύτη την αγέρωχη στο πρόσωπό ...