
«Όταν πιά μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά,ο Λεχ μου έκανε νόημα ν’αμολήσω τον «αιχμάλωτο».Το πουλί πετούσε ψηλά,ευτυχισμένο κι ελεύθερο, μιά πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα, και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε. Τ’άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν. Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μιά άκρη του κοπαδιού στην άλλη, προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’αυτούς. Ζαλισμένα όμως από ...