Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Homo Faber - Μαξ Φρις

0 σχόλια
Ο homo faber στην ανθρωπολογία παραπέμπει στον άνθρωπο κατασκευαστή εργαλείων με τα οποία είναι ικανός να ελέγχει τη μοίρα και το περιβάλλον του. Με σημερινούς όρους θα ονομαζόταν τεχνίτης, τεχνικός, τεχνολόγος, τεχνοκράτης. Στο μυθιστόρημα  Homo Faber του Μαξ Φρις, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Ελβετός Βάλτερ Φάμπερ, μηχανικός που εργάζεται για την UNESCO. Ο Φάμπερ πιστεύει απόλυτα στη λογική, στους νόμους των πιθανοτήτων και στη δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Το συναίσθημα, η τέχνη, η λογοτεχνία, η ιστορία δεν έχουν θέση στη ζωή του. Ο θάνατος – πιθανότατα και ο έρωτας – είναι γι’ αυτόν ζήτημα στατιστικής.

Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος – «Πρώτο σταθμό» το ονομάζει ο Φρις – ανοίγει με το αεροπορικό ταξίδι του Φάμπερ από τη Νέα Υόρκη στο Μεξικό, με τελικό προορισμό το Καράκας, όπου πρόκειται να συναρμολογήσει τουρμπίνες. Το αεροπλάνο κάνει αναγκαστική προσγείωση στην έρημο του Ταμαουλίπας, γεγονός που θέτει σε κίνηση μία σειρά συμπτώσεων που θα καταρρίψουν κάθε βεβαιότητα του τεχνοκράτη Φάμπερ. Αρχικά, βέβαια, προσπαθεί να εξορθολογίσει αυτό που συμβαίνει, μιλώντας για το «απίθανο, ως ακραία εκδοχή του πιθανού», δίνοντάς μας μάλιστα και τη σχετική βιβλιογραφία. Ως αφηγητής, ο Φάμπερ πολύ νωρίς [σ. 29] ήδη προετοιμάζει τον προσεκτικό αναγνώστη για ό,τι συμβεί. Σαν να έλκεται από τη μοίρα – ή να είναι κάποιος εκτροχιασμένος νόμος των πιθανοτήτων; - ο αφηγητής του Φρις θα περιπλανηθεί στο Μεξικό για να βρει, πολύ αργά, έναν παλιό του γνωστό και έπειτα θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Από εκεί, άλλη μια παρόρμηση θα τον οδηγήσει να πάρει το πλοίο για την Ευρώπη πάνω στο οποίο θα γνωρίσει τη Ζάμπετ, τη νεαρή που θα μπορούσε να είναι – ή μήπως είναι; - κόρη του.

Τα δύο κύρια ταξίδια του Βάλτερ Φάμπερ γίνονται από την τεχνολογικά αναπτυγμένη Αμερική προς το «απολίτιστο» Μεξικό, το πρώτο, και έπειτα μέσω Γαλλίας και Ιταλίας προς την υπανάπτυκτη Ελλάδα της δεκαετίας του 1950, το δεύτερο. Αυτές οι δύο κάθοδοι θα τον κάνουν να συνειδητοποιήσει, αφού έχει πληρώσει βαρύτατο τίμημα, την «ύβρι» που έχει διαπράξει αποστεγνώνοντας τη ζωή του, αποφεύγοντας να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, εξοβελίζοντας οτιδήποτε δεν συνάδει με τις τεχνοκρατικές του αντιλήψεις, αρνούμενος να δει την ουσία της ζωής. [Το Παλένκε, τα καλοδιατηρημένα ερείπια της καταπληκτικής πόλης-κράτους των Μάγια, χαρακτηρίζονται ειρωνικά από τον Φάμπερ «πέτρες που υποτίθεται παρίσταναν ένα ναό», «το πώς-το-λένε». Του προκαλεί πλήξη το γεγονός πως στο πλοίο υπάρχουν μόνο μυθιστορήματα. Τον «κουράζει» η αγάπη της Ζάμπετ για τα μουσεία της Ιταλίας ενώ εκείνον «δεν τον ενδιαφέρουν». Στην Αθήνα, περνάει τον Λυκαβηττό για την Ακρόπολη: «Αυτή είναι λοιπόν η περίφημη Ακρόπολη;» ρωτάει υποτιμητικά τη Χάννα, τη μητέρα της Ζάμπετ.]

Είναι προφανής η (αντεστραμμένη) σχέση του Βάλτερ με τον Οιδίποδα ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές σε άλλες αρχαίες τραγωδίες. Τόσο ο Οιδίποδας όσο και ο Βάλτερ είναι «τυφλοί» - δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα βρίθει από αναφορές στην τυφλότητα και στην τύφλωση: πχ, «να βγάλω τα μάτια μου», «νιώθω σαν τυφλός αν και βλέπω πολύ καλά,» λέει ο Φάμπερ – το τελευταίο μάλιστα λίγο πριν δει το πέτρινο κεφάλι της Ερινύας στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης. Αυτό το κεφάλι της κοιμισμένης (ή νεκρής;) κόρης είναι το μοναδικό έκθεμα που θα τον συγκινήσει και θα μας προετοιμάσει ίσως για το τραγικό τέλος που πλησιάζει. Αργότερα, στην Αθήνα, ο Βάλτερ θα φοβηθεί το τέλος του Αγαμέμνονα [«Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης»] όταν θα νομίσει ότι η Χάννα πρόκειται να του επιτεθεί με τσεκούρι στο μπάνιο.  

Ο Μαξ Φρις καταφέρνει να δημιουργήσει σασπένς στον αναγνώστη προοικονομώντας στοιχεία της εξέλιξης της πλοκής. Προανέφερα ήδη το ότι από τη σελ. 29 κιόλας μιλάει για την κόρη που έμαθε πως έχει και για τον θάνατό της. Νωρίτερα, όταν το αεροπλάνο (που θα πέσει) ετοιμάζεται να απογειωθεί, ο Βάλτερ διαβάζει σε μια εφημερίδα για κάποιο [επινοημένο από τον Φρις] μεγάλο αεροπορικό δυστύχημα στη Νεβάδα... Όπως και ο Σοφοκλής στον "Οιδίποδά" του, ο Μαξ Φρις κλείνει συνέχεια το μάτι στον προσεκτικό αναγνώστη, ταυτίζοντάς τον συναισθηματικά με τα δρώμενα. Αυτή ακριβώς η συναισθηματική φόρτιση είναι που δημιουργεί στις αφηγηματικές τέχνες το σασπένς, το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με την έκπληξη που έρχεται από το πουθενά.

Το δεύτερο μέρος – ο «Δεύτερος σταθμός» - είναι άλλη μια κάθοδος. Μια κάθοδος στον Άδη της ύπαρξης του ήρωα. Δοσμένη από τον Φρις ως ημερολογιακές καταγραφές του αφηγητή του, μας περιγράφει τόσο την οδυνηρή περιπλάνηση του κατατρεγμένου από τις Ερινύες Βάλτερ, αλλά και την απαρχή μιας καθυστερημένης συνειδητοποίησης της ουσίας της ύπαρξής του και αμφισβήτησης των παλιών του βεβαιοτήτων. Πότε με πικρό χιούμορ πότε με παραληρηματικό λόγο, ο Φάμπερ αφηγείται την κρίση ταυτότητας που βιώνει [ο αποκομμένος από οποιαδήποτε πατρίδα πρωταγωνιστής], την ανικανότητά του [που επέρχεται ως τιμωρία της αιμομιξίας], την απόρριψη του «αμερικανικού ονείρου» [του συνυφασμένου με την υποταγή στην τεχνολογία] που κάποτε εκθείαζε, τη λαχτάρα του να ζήσει αλλιώς τη ζωή του [«Επιθυμία να μυρίσω άχυρο», «Να μην ξαναμπώ σε αεροπλάνο», «… να οδηγώ ένα γάιδαρο, να ένα επάγγελμα!», «Να είσαι αιώνιος σημαίνει: να έχεις υπάρξει.»] Συγκλονιστικές είναι οι στιγμές όπου θυμάται το παιχνίδι με τις λέξεις που έπαιζε με τη Ζάμπετ: εκεί που στο «δαντελένιο μπούστο» της περιγραφής της για τα κυματάκια αντέτασσε το δικό του πεζό «σαν αφρός μπίρας ή υαλοβάμβακας», τώρα πια αφήνει δειλά-δειλά τη φαντασία του ελεύθερη. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να έχει τις ψευδαισθήσεις του για τη Χάννα, ότι θα μπορούσε να παίξει γι’ αυτόν έναν ρόλο οδηγού-Αντιγόνης, κάτι που η ίδια δεν φαίνεται πουθενά να επιθυμεί.

Γραμμένο το 1957, εποχή που η τεχνολογία δεν είχε ακόμη δεχτεί την κριτική που δέχεται σήμερα, το αριστουργηματικό Homo Faber του Μαξ Φρις μάς θυμίζει το αλλοτινό αλλά πάντα επίκαιρο «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχή αυτού;», προσφέροντάς μας  παράλληλα μοναδικές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης.



[Διαβάστε εδώ άλλη ανάρτηση στο ιστολόγιό μας σχετική με τον Μαξ Φρις.]



Share/Bookmark

Σχόλια

Ετικέτες