Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο - Δημήτρης Σωτάκης

0 σχόλια
Δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη πριν τον Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο [Εκδόσεις Κέδρος] αν και κάποια παλιότερα μυθιστορήματά του μου ήταν οικεία μέσω των σελίδων του περιοδικού «Διαβάζω». Βέβαια, απ’ ό,τι διάβασα στο διαδίκτυο, ο Δημήτρης Σωτάκης αγαπά το παράδοξο άρα δεν θα έπρεπε ίσως να με αιφνιδιάζει αυτή η μη ρεαλιστική πικρή σάτιρακατ’ άλλους, αλληγορία. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο Δ.Σ. θα δεχόταν τέτοιο χαρακτηρισμό για το έργο του - νομίζω πως οι συγγραφείς απεχθάνονται τις ταξινομήσεις.
Ο τόπος όπου κυρίως διαδραματίζεται το μυθιστόρημα είναι μια μικρή παραθαλάσσια πόλη που θυμίζει έντονα επαρχιακή Ελλάδα, αλλά ο κ. Σωτάκης φροντίζει να μην την προσδιορίσει γεωγραφικά. Επίτηδες ίσως κάποια στιγμή μιλάει για «μετανάστες από τη νοτιοανατολική Ευρώπη» (σελ. 14) που έχουν έρθει στη συγκεκριμένη πόλη, χαρακτηρισμός που δεν θα χρησιμοποιούσαμε στην Ελλάδα.
Από την άλλη, η Ρουμανία, ως χώρα προέλευσης της οικογένειας που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα, περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες, και πιο συγκεκριμένα η ιδιαίτερη πατρίδα της, την οποία επισκέπτονται όλοι οι πρωταγωνιστές με τον κεντρικό χαρακτήρα να αναλαμβάνει ρόλο αφηγητή. Η Οράντεα είναι μια συνοριακή πόλη 200.000 κατοίκων στη Βορειοδυτική Ρουμανία με ιδιαίτερη ιστορία που αντανακλάται στην ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική και στην πληθυσμιακή της σύνθεση [3/4 Ρουμάνοι, 1/4 Ούγγροι]. Όντας στα σύνορα με την Ουγγαρία άλλαξε συχνά σημαία μέσα στους αιώνες.
Έχουμε λοιπόν δυο βασικούς πόλους στο μυθιστόρημα: μια οικογένεια με ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη καταγωγή, που έχει εκπέσει κοινωνικά, και έναν άνθρωπο, τον Ζέριν, που τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι η μοναξιά του, το χρήμα και οι λεπτοί τρόποι που συνήθως το συνοδεύουν – δεν ξέρουμε κάτι άλλο γι’ αυτόν.
Τι είναι λοιπόν ο Ζέριν; Ένας μοναχικός, εμμονικός τύπος που πιθανότατα δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του. ό,τι έχει το κληρονόμησε από τον πατέρα του – ο τέλειος κηφήνας. Σαραντάρης, όμορφος και νάρκισσος – συχνά ελέγχει την εμφάνισή του στον καθρέφτη. Το κίνητρό του είναι η ανάγκη του να βγει από την πλήξη, την απραξία και τη μοναξιά; Είναι παράφρων; Θα σας έλεγα, αν ήξερα ποια ακριβώς είναι τα όρια της παραφροσύνης. Πάντως ο ίδιος σκέφτεται στη σελίδα 61 ότι «ίσως να του έκανε καλό τελικά να μάθαινε να δαμάζει μόνος του το θηρίο που είχε γεννηθεί στον εγκέφαλό του».
Ο γοητευτικός λοιπόν Ζέριν έχει ψύχωση με κάθε τι ρουμάνικο και όταν πληροφορείται – μέσω των γνωριμιών του στη δημαρχία της πόλης – για την έλευση μιας οικογένειας Ρουμάνων, τους παρακολουθεί και σπεύδει να τους γνωρίσει κουβαλώντας δώρα για όλους. Στην αρχή ο νεαρός πατέρας είναι διστακτικός – «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», προειδοποιούσε ο Λαοκόων. Η νεαρή σύζυγος αρχικά αντιμετωπίζει αμήχανα την κατάσταση, αλλά τα παιδιά συμπαρασύρουν και τους γονείς με τον ενθουσιασμό τους και οι Ρουμάνοι αφήνουν το «κακό» - μεταμφιεσμένο σε «καλό» - να μπει μέσα στο σπίτι. Έτσι δεν γίνεται συνήθως, άλλωστε;
Η οικογένεια των Ρουμάνων γοητεύεται από τον Ζέριν. Η συμπάθειά τους «εξαγοράζεται» με το χρήμα και τον καταιγισμό των δώρων του. Από την αρχή μέχρι το τέλος, κανείς δεν εξαναγκάζεται σε τίποτα – όλα γίνονται με συναίνεση και (πολλή) προθυμία. Η Ιονέλα, η νεαρή μητέρα, κολακεύεται από το ερωτικό ενδιαφέρον που της δείχνει ο «όμορφος» Ζέριν με τη δύναμη και την αίγλη που του δίνει το χρήμα, με την ασφάλεια που μπορεί να της προσφέρει. Τα παιδιά ξετρελαίνονται με τα γλυκά και τα μπιχλιμπίδια. Ο σύζυγος, ο Φλάβιου, εθελοτυφλεί και δεν προβληματίζεται για τυχόν υποβολιμαία κίνητρα αφού η όλη κατάσταση εξυπηρετεί την επιβίωση της οικογένειας – ο πλούσιος νέος του «φίλος» φρόντισε να του βρει μια εξαιρετική εργασία.
Ο «έρωτας» είναι βέβαια αμφίδρομος. Ο Ζέριν ερωτεύεται όχι μόνο την Ιονέλα, αλλά ολόκληρη την οικογένεια. Η κτητικότητα και η πλεονεξία δεν θα του επιτρέψουν να αρκεστεί στον ρόλο του «θείου» ή του «οικογενειακού φίλου». Είναι ενδιαφέρον ότι κάπου αναρωτιέται αν είναι δειλός (σελ.156) που δεν απέκτησε ποτέ δική του οικογένεια και τώρα θέλει να κλέψει ενός άλλου.
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία στο μυθιστόρημα που θα ήθελα να κατανοήσω καλύτερα, πχ τι ρόλο παίζει η μεγάλη οικοδομή που χτίζεται στην πόλη. Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η πανταχού παρούσα ομορφιά. Ο Ζέριν είναι «όμορφος», η Ιονέλα είναι «όμορφη», όλη η οικογένεια επίσης. Ακόμη και ασήμαντοι χαρακτήρες όπως μία πωλήτρια ή η εφοριακός στην Οράντεα. «Ωραίοι» άνθρωποι παντού. Ο Ζέριν στήνει έναν «όμορφο» μικρό οικογενειακό παράδεισο, σε μια «όμορφη» μικρή πόλη. Τελικά, σε αυτό το βιβλίο που θα μπορούσε να είναι επεισόδιο εκείνης της σουρεαλιστικής ταινίας του Μπουνιουέλ – της «Κρυφής γοητείας της μπουρζουαζίας» [1972] - ο Δημήτρης Σωτάκης μάς τρομάζει δείχνοντάς μας πως η ομορφιά – όλο αυτό το όνειρο της δυτικής ευημερίας - μπορεί να κρύβει πίσω της έναν εφιάλτη.

[Το κείμενο στηρίχτηκε στη συμβολή μου στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στο La Petite Cantine, στον Βόλο, στις 18 Απριλίου 2018.]

Διαβάστε εδώ εργοβιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Σωτάκη από τη βάση δεδομένων της BiblioNet.



Share/Bookmark

Σχόλια

Ετικέτες