Στην τριλογία του Μωρίς Αττιά, ο κύριος σκοπός του συγγραφέα, όπως έμμεσα λέει κι ο ίδιος (συνέντευξή του στις Κεραίες της Εποχής μας), δεν ήταν να γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα (με τη στενή έννοια). Η πλοκή και στα τρία μέρη της τριλογίας δεν έχει ως κέντρο βάρους τη διαλεύκανση των φόνων. Άλλωστε, είναι τόσο συγκεχυμένες οι πληροφορίες για τα εγκλήματα που η αφήγηση της εξιχνίασης αναγκαστικά καρκινοβατεί, αφήνοντας άπλετο χώρο για την κύρια εστίαση: τα αδιέξοδα των ηρώων έτσι όπως συνθλίβονται από την Ιστορία, που τους βυθίζει σε μια υπαρξιακή κόλαση. Η (όποια) "κάθαρση" δεν έρχεται μέσα από τη λύση του μυστηρίου, αλλά από την ανασύνταξη των ανθρώπινων σχέσεών τους (τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία) στην προσπάθεια να δώσουν ένα νόημα στη ζωή τους.
Ο κεντρικός ήρωας της τριλογίας Πάκο Μαρτίνεθ, αστυνομικός, γιος Ισπανού αναρχικού που πέθανε στον Ισπανικό Εμφύλιο, βρίσκεται με τη γιαγιά του στο Αλγέρι. Στο Μαύρο Αλγέρι, το 1962, κι ενώ ο ιδιότυπος εμφύλιος πόλεμος πλησιάζει προς το τραγικό του τέλος [δυστυχώς, το επίμετρο που παρατίθεται για τα ιστορικά γεγονότα δεν μας φωτίζει ιδιαίτερα - για περισσότερες πληροφορίες θα πρότεινα την ταινία Η μάχη του Αλγερίου του Τζίλο Ποντεκόρβο], ο Πάκο δεν παίρνει θέση. Βλέπει τα εγκλήματα που διαπράττονται και από τις δύο πλευρές και αναζητά μια ηθική στάση που να αντιστοιχεί στα ανθρωπιστικά πιστεύω του. Αυτό, φυσικά, τον κατατάσσει στους από χέρι χαμένους του πολέμου, καθώς θέλοντας και μη έρχεται σε σύγκρουση με τους συναδέλφους του, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία υποστηρίζουν μια Γαλλική Αλγερία. Άνθρωπος του καθήκοντος και της τιμής, θα τα βάλει με όλους προκειμένου, απέναντι στη γενική αδιαφορία, να διαλευκάνει τον φόνο ενός Αλγερινού και μιας νεαρής Γαλλίδας, που κάποιοι τον έχουν κάνει να μοιάζει με εκτέλεση της OAS [: ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση που αντιστρατεύεται την πολιτική της γαλλικής κυβέρνησης και έχει κηρύξει αμείλικτο πόλεμο ενάντια στους Αλγερινούς, αλλά και στους οπαδούς της Αυτονομίας που προωθεί ο Γάλλος πρόεδρος Ντε Γκωλ]. Στην πείσμονα μάχη του για απόδοση δικαιοσύνης, θα θέσει άθελά του σε κίνδυνο την αγαπημένη του Ιρέν (θύμα βομβιστικής ενέργειας που την άφησε με ένα ψεύτικο πόδι). Στην προσπάθειά του θα τον βοηθήσει ο συνάδελφος και φίλος (σχεδόν πατέρας), γαλλοεβραίος (όπως και ο Αττιά) Μωρίς Σουκρούν.
Στο δεύτερο μέρος, μεταφερόμαστε στη Μασσαλία του 1967-68. Ο Πάκο προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, νιώθοντας ξένος σε μια πόλη που απεχθάνεται τους Γάλλους πρόσφυγες από την Αλγερία (η γνωστή ιστορία...). Καλείται να εξακριβώσει την αιτία του θανάτου ενός μικροκακοποιού που πέφτει από ένα μπαλκόνι φοιτητικής εστίας. Σιγά-σιγά βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν κυκεώνα δολοφονιών, ληστειών και πολιτικών σκευωριών από αριστεριστές φοιτητές, δεξιούς παρακρατικούς και συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η Γαλλία "βράζει" λίγο πριν το ξέσπασμα της νεολαιίστικης εξέγερσης του Μάη του '68. Ούτε ο ίδιος ούτε ο καινούργιος φίλος του, ο αρμενικής καταγωγής αστυνομικός Τιγκράν Κουπιγκιάν, θα μείνουν αλώβητοι από αυτή την ιστορία. Το πλήγμα που θα δεχτεί θα τον ξαναδέσει με την Ιρέν [η καταγωγή της είναι από την Ορλεάνη, τόπο διαμονής του Αττιά], που ζει πια στο Αιξ-αν-Προβάνς, 30 χλμ από τη Μασσαλία.
Στο Παρίσι blues, ο Πάκο - απαυδισμένος από τη Μασσαλία που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε και ποτέ δεν αγάπησε - θα βρεθεί με μετάθεση στη Γαλλική πρωτεύουσα, στον απόηχο του Μάη του '68, με τη Δεξιά να έχει κερδίσει και διάφορες αριστερίστικες ομάδες να προσπαθούν να αποκτήσουν ξανά ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι, εξωθούμενες από τα πράγματα σε μη νόμιμες ενέργειες. Ο Πάκο - φανατικός κινηματογραφόφιλος - θα γραφτεί στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν (έτσι κι αλλιώς, είχε πάρει κάποτε στο Αλγέρι πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας), υποτίθεται για να σπουδάσει κινηματογράφο, ώστε να ανακαλύψει τον δολοφόνο ενός μηχανικού προβολών. Ταυτόχρονα, θα του ζητηθεί να παρεισφρήσει στην οργάνωση της Προλεταριακής Αριστεράς για να ελέγχει τις παράνομες ενέργειές της. Στην ουσία, ξεκόβει από τον περίγυρο της Αστυνομίας και ενεργεί μόνος. Εδώ, η μοναξιά του είναι μεγαλύτερη, μια και δεν υπάρχει το είδος φιλίας που είχε αναπτύξει με τον Σουκρούν ή τον Κουπιγκιάν, αλλά και λόγω της απουσίας της Ιρέν, που θα του επιτρέψει να αναπτύξει κάποιες λιγότερο στέρεες σχέσεις. Παράλληλα, θα ξεκαθαρίσει τους κάθε λογής λογαριασμούς του με το παρελθόν. Στο Παρίσι blues, ο Αττιά θα λειτουργήσει πολύ περισσότερο ως ψυχαναλυτής, παρακολουθώντας την ψυχοθεραπεία της Ιρέν, αλλά και την ψυχικά διαταραγμένη Βιρζινί.
Όπως είπαμε εξ αρχής, ο Αττιά χρησιμοποιεί τις αστυνομικές υποθέσεις κυρίως ως πρόσχημα για να μας δώσει την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα μιας σημαντικής εποχής, καθώς και την επίδρασή τους στους ήρωές του. Σαφώς επηρεασμένος - μεταξύ άλλων - από τον Καμύ αλλά και τον Ιζό, εστιάζει στις υπαρξιακές ανησυχίες των χαρακτήρων του, οι οποίοι δοκιμάζονται σε έναν κόσμο που τους είναι πια ξένος. Γνωρίζοντας λίγο τα βιογραφικά στοιχεία του Αττιά, μας εντυπωσιάζει το πώς διαχέει τα προσωπικά του χαρακτηριστικά και ιδιότητες σε κύρια και δευτερεύοντα μυθιστορηματικά πρόσωπα - όπως ο ίδιος, υπάρχουν πρόσφυγες, Γαλλοεβραίοι, ψυχαναλυτές, λουξεμπουργκιστές, κινηματογραφόφιλοι, κλπ. Πολλοί από αυτούς αναλαμβάνουν να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο (και μάλιστα με διακριτή γλώσσα και θέαση), συντελώντας στην ανάδειξη του χάους στο οποίο κινούνται και το οποίο προσπαθούν να κατανοήσουν και να βάλουν σε κάποια τάξη - χωρίς πάντα να τα καταφέρνουν. Σημαντική θέση στην τριλογία έχει επίσης και η αντρική φιλία. Για τον Πάκο, εκτός από τον Σουκρούν και τον Κουπιγκιάν που ήδη αναφέραμε, υπάρχει και ο γιατρός Ζωρζ, ο δημοσιογράφος Νεσίμ, και μια πιθανή φιλία με τον αστυνόμο Αντριάν.
Αν δεν έχετε ανακαλύψει ακόμη τη λογοτεχνία του Μωρίς Αττιά, αυτό το καλοκαίρι είναι μια ευκαιρία να γνωρίσετε τον Πάκο και την Ιρέν, αλλά και τη Γαλλία της δεκαετίας του '60. Δεν θα σας απογοητεύσουν.
Ο κεντρικός ήρωας της τριλογίας Πάκο Μαρτίνεθ, αστυνομικός, γιος Ισπανού αναρχικού που πέθανε στον Ισπανικό Εμφύλιο, βρίσκεται με τη γιαγιά του στο Αλγέρι. Στο Μαύρο Αλγέρι, το 1962, κι ενώ ο ιδιότυπος εμφύλιος πόλεμος πλησιάζει προς το τραγικό του τέλος [δυστυχώς, το επίμετρο που παρατίθεται για τα ιστορικά γεγονότα δεν μας φωτίζει ιδιαίτερα - για περισσότερες πληροφορίες θα πρότεινα την ταινία Η μάχη του Αλγερίου του Τζίλο Ποντεκόρβο], ο Πάκο δεν παίρνει θέση. Βλέπει τα εγκλήματα που διαπράττονται και από τις δύο πλευρές και αναζητά μια ηθική στάση που να αντιστοιχεί στα ανθρωπιστικά πιστεύω του. Αυτό, φυσικά, τον κατατάσσει στους από χέρι χαμένους του πολέμου, καθώς θέλοντας και μη έρχεται σε σύγκρουση με τους συναδέλφους του, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία υποστηρίζουν μια Γαλλική Αλγερία. Άνθρωπος του καθήκοντος και της τιμής, θα τα βάλει με όλους προκειμένου, απέναντι στη γενική αδιαφορία, να διαλευκάνει τον φόνο ενός Αλγερινού και μιας νεαρής Γαλλίδας, που κάποιοι τον έχουν κάνει να μοιάζει με εκτέλεση της OAS [: ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση που αντιστρατεύεται την πολιτική της γαλλικής κυβέρνησης και έχει κηρύξει αμείλικτο πόλεμο ενάντια στους Αλγερινούς, αλλά και στους οπαδούς της Αυτονομίας που προωθεί ο Γάλλος πρόεδρος Ντε Γκωλ]. Στην πείσμονα μάχη του για απόδοση δικαιοσύνης, θα θέσει άθελά του σε κίνδυνο την αγαπημένη του Ιρέν (θύμα βομβιστικής ενέργειας που την άφησε με ένα ψεύτικο πόδι). Στην προσπάθειά του θα τον βοηθήσει ο συνάδελφος και φίλος (σχεδόν πατέρας), γαλλοεβραίος (όπως και ο Αττιά) Μωρίς Σουκρούν.
Στο δεύτερο μέρος, μεταφερόμαστε στη Μασσαλία του 1967-68. Ο Πάκο προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, νιώθοντας ξένος σε μια πόλη που απεχθάνεται τους Γάλλους πρόσφυγες από την Αλγερία (η γνωστή ιστορία...). Καλείται να εξακριβώσει την αιτία του θανάτου ενός μικροκακοποιού που πέφτει από ένα μπαλκόνι φοιτητικής εστίας. Σιγά-σιγά βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν κυκεώνα δολοφονιών, ληστειών και πολιτικών σκευωριών από αριστεριστές φοιτητές, δεξιούς παρακρατικούς και συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η Γαλλία "βράζει" λίγο πριν το ξέσπασμα της νεολαιίστικης εξέγερσης του Μάη του '68. Ούτε ο ίδιος ούτε ο καινούργιος φίλος του, ο αρμενικής καταγωγής αστυνομικός Τιγκράν Κουπιγκιάν, θα μείνουν αλώβητοι από αυτή την ιστορία. Το πλήγμα που θα δεχτεί θα τον ξαναδέσει με την Ιρέν [η καταγωγή της είναι από την Ορλεάνη, τόπο διαμονής του Αττιά], που ζει πια στο Αιξ-αν-Προβάνς, 30 χλμ από τη Μασσαλία.
Στο Παρίσι blues, ο Πάκο - απαυδισμένος από τη Μασσαλία που ποτέ δεν τον αποδέχτηκε και ποτέ δεν αγάπησε - θα βρεθεί με μετάθεση στη Γαλλική πρωτεύουσα, στον απόηχο του Μάη του '68, με τη Δεξιά να έχει κερδίσει και διάφορες αριστερίστικες ομάδες να προσπαθούν να αποκτήσουν ξανά ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι, εξωθούμενες από τα πράγματα σε μη νόμιμες ενέργειες. Ο Πάκο - φανατικός κινηματογραφόφιλος - θα γραφτεί στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν (έτσι κι αλλιώς, είχε πάρει κάποτε στο Αλγέρι πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας), υποτίθεται για να σπουδάσει κινηματογράφο, ώστε να ανακαλύψει τον δολοφόνο ενός μηχανικού προβολών. Ταυτόχρονα, θα του ζητηθεί να παρεισφρήσει στην οργάνωση της Προλεταριακής Αριστεράς για να ελέγχει τις παράνομες ενέργειές της. Στην ουσία, ξεκόβει από τον περίγυρο της Αστυνομίας και ενεργεί μόνος. Εδώ, η μοναξιά του είναι μεγαλύτερη, μια και δεν υπάρχει το είδος φιλίας που είχε αναπτύξει με τον Σουκρούν ή τον Κουπιγκιάν, αλλά και λόγω της απουσίας της Ιρέν, που θα του επιτρέψει να αναπτύξει κάποιες λιγότερο στέρεες σχέσεις. Παράλληλα, θα ξεκαθαρίσει τους κάθε λογής λογαριασμούς του με το παρελθόν. Στο Παρίσι blues, ο Αττιά θα λειτουργήσει πολύ περισσότερο ως ψυχαναλυτής, παρακολουθώντας την ψυχοθεραπεία της Ιρέν, αλλά και την ψυχικά διαταραγμένη Βιρζινί.
Όπως είπαμε εξ αρχής, ο Αττιά χρησιμοποιεί τις αστυνομικές υποθέσεις κυρίως ως πρόσχημα για να μας δώσει την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα μιας σημαντικής εποχής, καθώς και την επίδρασή τους στους ήρωές του. Σαφώς επηρεασμένος - μεταξύ άλλων - από τον Καμύ αλλά και τον Ιζό, εστιάζει στις υπαρξιακές ανησυχίες των χαρακτήρων του, οι οποίοι δοκιμάζονται σε έναν κόσμο που τους είναι πια ξένος. Γνωρίζοντας λίγο τα βιογραφικά στοιχεία του Αττιά, μας εντυπωσιάζει το πώς διαχέει τα προσωπικά του χαρακτηριστικά και ιδιότητες σε κύρια και δευτερεύοντα μυθιστορηματικά πρόσωπα - όπως ο ίδιος, υπάρχουν πρόσφυγες, Γαλλοεβραίοι, ψυχαναλυτές, λουξεμπουργκιστές, κινηματογραφόφιλοι, κλπ. Πολλοί από αυτούς αναλαμβάνουν να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο (και μάλιστα με διακριτή γλώσσα και θέαση), συντελώντας στην ανάδειξη του χάους στο οποίο κινούνται και το οποίο προσπαθούν να κατανοήσουν και να βάλουν σε κάποια τάξη - χωρίς πάντα να τα καταφέρνουν. Σημαντική θέση στην τριλογία έχει επίσης και η αντρική φιλία. Για τον Πάκο, εκτός από τον Σουκρούν και τον Κουπιγκιάν που ήδη αναφέραμε, υπάρχει και ο γιατρός Ζωρζ, ο δημοσιογράφος Νεσίμ, και μια πιθανή φιλία με τον αστυνόμο Αντριάν.
Αν δεν έχετε ανακαλύψει ακόμη τη λογοτεχνία του Μωρίς Αττιά, αυτό το καλοκαίρι είναι μια ευκαιρία να γνωρίσετε τον Πάκο και την Ιρέν, αλλά και τη Γαλλία της δεκαετίας του '60. Δεν θα σας απογοητεύσουν.
[Συνέντευξη του Μωρίς Αττιά στις Κεραίες της εποχής μας από το YouTube]
Ναι! Ανεπιφύλακτα Μορίς Ατιά και μαζί Ζαν-Κλωντ Ιζζό!
Και Μασσαλία και παστίς και λαγκαβούλιν και Λεό Φερέ και, και, και...
[όχι όμως ούζο, στον Βόλο πίνουμε τσίπουρο... :)]
Έχεις δίκιο, το ούζο το πρότεινε ο μεταφραστής, γι' αυτό στο τέλος πρότεινα εναλλακτικά τη ρακή, μια και είμαι από την Κρήτη!
Έτσι μπράβο! Το ούζο μού φαίνεται κάπως ξενέρωτο...