Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Μες στη νύχτα του κόσμου - Μαγδαληνή Θωμά

1 σχόλια
Το μυθιστόρημα Μες στη νύχτα του κόσμου της Μαγδαληνής Θωμά είναι μια ιστορία έρωτα στα πέτρινα χρόνια της Εσθονίας – την εποχή του πολέμου και της σταλινικής τρομοκρατίας. Ενός κεραυνοβόλου έρωτα – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – ανάμεσα στην Εσθονή Άνου και τον Φιλανδό Γιάρμο. Ενός έρωτα που τον θρέφει η απόσταση και τον θεριεύουν οι κακουχίες. Πριν όμως φτάσουμε σ’ αυτόν, μας δίνεται – εν είδει ταραγμένου πρελούδιου – η διαφυγή της Άνου και της μικρότερης αδερφής της, της Έλι, από τους Ρώσους στρατιώτες που τις κυνηγάνε. Ένας νεαρός αντάρτης, ο Άχτο, θα τις βοηθήσει να ξεφύγουν. Η Έλι θα τον ερωτευτεί και αυτός ο έρωτας θα τη σημαδέψει για πάντα. Εδώ αρχίζουν να διαφαίνονται και οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο αδερφών που θα παίξουν τον ρόλο τους στην ιστορία.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε αυτό το πρώτο εισαγωγικό μέρος, σε αυτή τη φούγκα [στα ιταλικά σημαίνει «φυγή», «απόδραση», «κυνηγητό»], γιατί εδώ ακριβώς αρχίζει η συγγραφέας να ξεδιπλώνει τις λογοτεχνικές της ικανότητες, δίνοντάς μας ένα συγκλονιστικά αγωνιώδες αφήγημα. Οι περιγραφές είναι δοσμένες με ελλειπτικό τρόπο, μερικές φορές νιώθεις σαν να στενεύει το οπτικό πεδίο, όπως συμβαίνει σε κακό όνειρο. Η μεταφορική γλώσσα συμβάλλει ιδιαίτερα στη δημιουργία εικόνων, εικόνων έντονων και συχνά αλλόκοτων.
Σταχυολογώ από αυτό το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος:
-         - …ο ορίζοντας άδειος. Ένα φεγγάρι μοναχά σαν κομμένο κεφάλι πάνω από τα σύρματα.
-         - Αλλά ο Άχτο πέρναγε το μάτι του στο σίδερο σαν να το πέρναγε σε μετάξι.
-         - Πάνω στο νερό ξετυλιγόταν μια γάζα ομίχλης.
-         - Ξαφνικά η ιδέα της φυγής τής φάνηκε τόσο αδιάφορη, όσο και η παραχάραξη ενός δρόμου.
-         - …σαν λύκος βρόμαγε. [Δύσκολα θα βρεθεί αναγνώστης που να έχει μυρίσει λύκο, κι όμως το μυαλό μας κάνει πλάγια βήματα και πηγαίνει εκεί που μας θέλει το κείμενο: στην αναγνώριση του κτηνώδους, του μοχθηρού, του μοβόρου, του βδελυρού.]

Το αποτέλεσμα της αφηγηματικής δεινότητας της κ. Θωμά είναι μια σχεδόν σωματική συμμετοχή του αναγνώστη στις περιπέτειες των ηρώων: Νιώθεις το κρύο νερό να σε τυλίγει, στα πόδια σου τα καλάμια, στα ρουθούνια σου τη χωματίλα και τη μυρωδιά του καμένου, ακούς τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα σου. [Συχνά η πραγματικότητα συγχέεται με το παραλήρημα και το όνειρο.] Αισθάνεσαι τον εγκλωβισμό και το αδιέξοδό τους. Λαχταράς να πάρεις ανάσα.

Στο δεύτερο μέρος, ο ρυθμός χαλαρώνει. Ξεχωρίζουν η περιγραφή του Τάρτου – «μια πόλη λευκή και ευγενική σαν καμπύλη κοχυλιού» -, η γνωριμία της Άνου με την Παλίνα, μια φαινομενικά απλή αλλά μυστηριώδη γυναίκα, και λίγο αργότερα με τον Φιλανδό Γιάρμο. Με πικρό, σαρκαστικό χιούμορ δίνονται οι ψευδαισθήσεις ενός λαού που τυραννισμένος από τους Ρώσους εισβολείς και την τρομοκρατία που επιβάλλουν προσβλέπει στους Γερμανούς για τη σωτηρία του. Οι ελπίδες απελευθέρωσης γρήγορα θα διαψευστούν.

Η εντυπωσιακότερη όμως σκηνή αυτού του δεύτερου μέρους είναι της (ενδεχόμενης - δεν ξέρουμε αν θα πραγματοποιηθεί) συνάντησης του Γιάρμο και της Άνου. (Μετά την πρώτη γνωριμία τους δίνουν ραντεβού την άλλη μέρα σε ένα πάρκο.) Με μοντάζ χιτσκοκικής ταινίας , η κ. Θωμά μάς δείχνει πότε την Άνου, πότε τον Γιάρμο, οξύνοντας στο έπακρο την αγωνία του αναγνώστη για το αν θα καταφέρουν να βρεθούν τελικά ή όχι. Ακόμη και στη δεύτερη ανάγνωση το σασπένς παρέμενε αμείωτο, παρότι γνώριζα πια τι θα συμβεί.
Και εδώ οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις είναι ευρηματικές:
-         - Τα μεγάλα παράθυρα ανάσαιναν τη Δύση.
-         - …τα πτώματα ξεθαμμένα στ’ αυλάκι σαν αλευρωμένα λουκάνικα.
-         - Ο Γιάρμο είχε πάρει στο μυαλό της το σχήμα του λουλουδιού που το ξεραίνουμε ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου.

Για το τελευταίο μέρος δεν θα ήθελα να πω πολλά για να μην υπονομεύσω την αναγνωστική εγρήγορση. Μόνο πως πάλι είναι έντονη η παρουσία του νερού (της θάλασσας σ’ αυτή την περίπτωση) αν και εδώ το οπτικό πεδίο διευρύνεται δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας.


Το μυθιστόρημα της Μαγδαληνής Θωμά είναι προϊόν έρωτα. Έρωτα για την Εσθονία και τους ανθρώπους της, αλλά και για την (ελληνική) γλώσσα, όπως προσπάθησα να δείξω. Ο σχεδόν ποιητικός λόγος πατάει στέρεα στη γη εξυπηρετώντας απαρέγκλιτα τον στόχο του: τη δημιουργία δυνατών εικόνων και ατμόσφαιρας. Δεν φλυαρεί, δεν θεωρητικολογεί. Η ελλειπτική τριτοπρόσωπη αφήγηση συχνά αποφεύγει να κατονομάζει, αφήνοντας την ελευθερία στον αναγνώστη να συμμετάσχει, να συμπληρώσει τα κενά, να ενώσει τις τελείες που θα σχηματίσουν την ευρύτερη εικόνα. Οι ήρωές της δίνονται ελαφρώς φλουταρισμένοι σαν να βγαίνουν από φωτογραφία της εποχής σε σέπια. Πιασμένοι στη μέγγενη της Ιστορίας, ανάμεσα στη Σκύλα και στη Χάρυβδη, γίνονται πανανθρώπινοι, γίνονται δικοί μας.



[Το κείμενο στηρίχτηκε στη συμβολή μου στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στο βιβλιοπωλείο "Κλου" στον Βόλο, στις 13 Δεκεμβρίου 2018.

Διαβάστε εδώ εργοβιογραφικά στοιχεία για τη Μαγδαληνή Θωμά από τη βάση δεδομένων της BiblioNet.

Share/Bookmark

Ετικέτες