(Διαβάστε εδώ συνέντευξη του Χρήστου Τσιόλκα στο Βήμα κι εδώ στο kourdistoportokali)
Το τρίτο μυθιστόρημα του Ελληνο-Αυστραλού Χρήστου Τσιόλκα (Christos Tsiolkas) είναι πολύ ενοχλητικό. Θα έλεγα ότι η ωμότητα των ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών πράξεων (κάθε άλλο παρά ερωτικά περιγραμμένων) είναι το μικρότερο σοκ που υφίσταται ο μέσος αναγνώστης. Η κοπροφιλία, ο βαμπιρισμός και ο σαδιστικός φόνος (έστω και σε οραματικό [;] επίπεδο) είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που οδηγούν το κείμενο σε έναν βάναυσο νατουραλισμό. Ταυτόχρονα, μεγάλα κομμάτια του μυθιστορήματος κινούνται σε έναν μαγικό ρεαλισμό στην πιο μαύρη ίσως εκδοχή του. Ο Τσιόλκας μάς κατεβάζει σε μια Κόλαση, σε μια σύγχρονη Αυλή των Θαυμάτων, χωρίς εύκολη έξοδο. Αυτός ο Κρανίου Τόπος έχει όνομα: λέγεται Ευρώπη, λέγεται Δυτικός Πολιτισμός - μια Κιβωτός που περιπλανιέται σε μια θάλασσα από ούρα, κόπρανα, σπέρμα και αίμα, φορτωμένη καταδικασμένους ανθρώπους.
Η ιστορία εξυφαίνεται σε δύο χρονικά επίπεδα. Το ένα, στην εποχή της Κατοχής, του
Εμφυλίου και της δεκαετίας του '50, μιλάει για μια οικογένεια που ζει σε ένα χωριό
κοντά στο Καρπενήσι. Μυστικά και ενοχές. Σκληρές εικόνες, οι οποίες όμως είναι τόσο
δυνατές που σε προδιαθέτουν να τους συγχωρήσεις την ενδεχόμενη αδικία. Εξάλλου, ο
Χ.Τ. δεν είναι ο μόνος συγγραφέας που σκιαγραφεί τόσο αρνητικά το ελληνικό χωριό. Η
γλώσσα είναι εξαιρετική και διακριτή σε σχέση με τη σύγχρονη αφήγηση, κάτι που
φαίνεται και στη μετάφραση της Νίκης Προδρομίδου (με ελάχιστες παρασπονδίες). Το
δεύτερο επίπεδο διαδραματίζεται στο τώρα (2004, αν κρίνουμε από τις αναφορές στους
Ολυμπιακούς Αγώνες) και είναι μια περιπλάνηση στην Ευρώπη που ξεκινάει από την
Αθήνα για να καταλήξει στο Λονδίνο.
Ο αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας, ο Ισαάκ, ο Ελληνο-Αυστραλός με το - όχι τυχαία
- ισραηλίτικο όνομα, φωτογράφος, θα γίνει ο περιηγητής και ο μάρτυρας μιας Ευρώπης
που πεθαίνει.Εγκλωβισμένη στο παρελθόν της χωρίς να μπορεί να βρει τη θέση της σ'
έναν κόσμο που αλλάζει. Κατακερματισμένη, καταναλωτική αλλά και βυθισμένη στη φτώχεια, ρατσιστική και αφιλόξενη, με πόλεις-γκέτο, με τα φαντάσματα του παρελθόντος να καταγράφονται ακόμα και στο φιλμ της φωτογραφικής μηχανής του Ισαάκ. Δίπλα σ' αυτά τα φαντάσματα ζουν οι ήρωες του Χ.Τ. Ξεριζωμένοι, μετανάστες ή πρόσφυγες, αρσενικές και θηλυκές πόρνες, ξεπουλημένοι καλλιτέχνες, εκπατρισμένοι καθηγητές φιλοσοφίας που εργάζονται ως αχθοφόροι. Το αστικό τοπίο μοιάζει ντεκόρ σε ταινία τρόμου.
Ο Ισαάκ, ομοφυλόφιλος, σε μόνιμη σχέση με τον Κόλιν που έχει μείνει στη Μελβούρνη,
αλλά σε πρόσκαιρη σχέση σχεδόν με όποιον νεαρό ή μεγαλύτερο άντρα βρεθεί στον δρόμο του, περιφέρεται άσκοπα στις πόλεις της "νεκρής" ηπείρου αναζητώντας τον εαυτό του. Σιγά-σιγά η όσφρησή του οξύνεται έτσι ώστε αντιλαμβάνεται πια τους άλλους γύρω του με τον πιο ζωώδη τρόπο. Το αίμα, που είναι φορέας ζωής αλλά και αυτό που ενώνει φυλετικά με το παρελθόν, γίνεται γι' αυτόν θάνατος.
Δεν ξέρω αν μπορώ να συμφωνήσω με τη λύση που δίνει τελικά ο Χ.Τ. (τουλάχιστον όπως την προσλαμβάνω εγώ: αυτό που σώζει είναι η πίστη, η αγάπη και η θυσία), σίγουρα όμως το μυθιστόρημα αυτό δεν ξεχνιέται εύκολα. Χαοτικό και βαθύ, ωμό αλλά και ανθρώπινο, σε βάζει να σκεφτείς πολλά πράγματα για την Ελλάδα, την Ευρώπη (άν έχει κάποια ευρύτερη σημασία αυτός ο γεωγραφικός όρος) και τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης που όλο και περισσότερο μας φοβίζει. Μια επίσκεψη στο διαδίκτυο - για όσους διαβάζουν επαρκώς αγγλικά - μπορεί να δείξει πόση αίσθηση, θετική κι αρνητική, έκανε η "Νεκρή Ευρώπη". Από τις πολυάριθμες αναλύσεις (κι όχι απλές βιβλιοπαρουσιάσεις σαν τη δική μας) μπορεί να φανεί πόσο αγγίζει ο προβληματισμός του Χ.Τ. Ίσως ήταν άδικο που έπρεπε να είναι στη λίστα των υποψηφίων του Booker με το καινούργιο του Slap ("Χαστούκι") για να τον ανακαλύψουμε και όσοι ζούμε στις παρυφές του Δυτικού Πολιτισμού.