Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Λούλα - Βαγγέλης Ραπτόπουλος

0 σχόλια
Πρωτοδιάβασα τη Λούλα λίγους μήνες μετά την πρώτη της έκδοση το 1997. Ήταν μια εποχή μακαριότητας και υποτιθέμενων βεβαιοτήτων. Μπλεγμένος κι εγώ ίσως τότε στις δικές μου βεβαιότητες - τα δικά μου «ξέρω», που λέει ο "άγνωστος" του βιβλίου - ενοχλήθηκα κάπως. Όχι, όχι από τις «ωμές» σεξουαλικές περιγραφές. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Με ενδιέφερε η ανθρώπινη σεξουαλικότητα και είχα ξεσκονίσει αρκετά σχετικά δοκίμια. Αγαπούσα την ερωτική λογοτεχνία, από τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι ως τον Χένρι Μίλερ και τον Μέγα Ανατολικό. Άρα ήταν φυσικό να δω θετικά την τόλμη του Βαγγέλη Ραπτόπουλου να καταπιαστεί με ένα τέτοιο θέμα. Αυτό που δεν μου κάθισε καλά ήταν η αοριστία με την οποία περιέβαλλε ο συγγραφέας έναν από τους κεντρικούς του ήρωες και η επένδυση της ερωτικής ιστορίας με στοιχεία μεταφυσικού τρόμου που θύμιζαν Κινγκ και Λάβκραφτ, συγγραφείς που κάποια βιβλία τους – ταγμένος ορθολογιστής – δεν είχα συμπαθήσει ποτέ ιδιαίτερα. 

Ξαναπιάνοντας τη Λούλα σχεδόν 17 χρόνια μετά, η απόσταση από την εποχή που τη γέννησε αλλά και τα χρόνια που περάσαν από πάνω μου μού επέτρεψαν να τη δω με διαφορετικό μάτι. Τον καιρό εκείνο της επίπλαστης – όπως φάνηκε – μακάριας ευημερίας, στο μυθιστόρημα του Β.Ρ. υπήρχε το στοιχείο μιας απειλής. Η αοριστία λοιπόν έδενε με αυτή την απειλή για να δημιουργήσει έναν κόσμο εφιαλτικό, ιδίως στο δεύτερο και το τρίτο μέρος του βιβλίου, σε πολύ ταιριαστή αντίθεση με το ρεαλιστικό και καθημερινό πρώτο μέρος.

Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η Λούλα είναι μια 20χρονη φοιτήτρια Φιλοσοφικής με μάλλον τετριμμένες ανησυχίες, χωρίς ιδιαίτερο πνευματικό βάθος, με άγχη και αναστολές, με μοναδικό της όνειρο τον γάμο με τον κατάλληλο άντρα – μια μέση κοπέλα, δηλαδή. Στο πλαίσιο των σεξουαλικών της αναζητήσεων, η όμορφη αυτή επαρχιωτοπούλα, από τη Χαλκίδα έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: δεν μπορεί να φτάσει σε οργασμό. Έχει βρει όμως τον ιδανικό (;) μελλοντικό σύζυγο, τον Στέλιο, που όχι μόνο θα την αποκαταστήσει, αλλά πιθανότατα, λόγω των τεράστιων προσόντων του, θα της λύσει και το πρόβλημα της ανοργασμίας. Από την άλλη, η συγκάτοικός της, η Λαρισαία Εύη, αποτελεί έναν πολύ ενδιαφέροντα αντίποδα της Λούλας. Όχι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά «ξεπεταγμένη», η Εύη με το μυαλό γεμάτο ρετσέτες για τις σχέσεις γίνεται ο (αφερέγγυος; καταστροφικός;) σύμβουλος και οδηγός της στον αχαρτογράφητο μεταφεμινιστικό κόσμο. Η άβουλη Λούλα ακούει συνεχώς την εσωτερικευμένη φωνή της «έμπειρης» Εύης πότε να τη σπρώχνει, πότε να της εφιστά την προσοχή, αλλά και να κοντράρεται με μια άλλη φωνή μέσα της, αυτή του «καλού» κοριτσιού, του οικογενειακού της ίσως υπόβαθρου.

Η κρίσιμη στιγμή έρχεται όταν η Λούλα, μαστουρωμένη, μαλωμένη με τον Στέλιο, ανακαλύπτει – ναι, για πρώτη φορά! - την απόλαυση του αυνανισμού και βλέπει μέσα απ’ αυτόν μια πιθανή οδό προς τον πολυπόθητο οργασμό. Και τότε - άραγε ως τιμωρία για την αποχαλίνωσή της; ως επιβράβευση; - εμφανίζεται ο «άγνωστος». Εξαρχής ο Β.Ρ. μάς έχει πληροφορήσει ότι η ηρωίδα του είναι καταδικασμένη και ο άντρας που εμφανίζεται να της χτυπά την πόρτα είναι προφανές πως θα είναι ο καταλύτης σ’ αυτή την ιστορία. Αλλά ποιος είναι αυτός ο άγνωστος άντρας; Ο άντρας των ονείρων της; Ψυχωτικός; Βιαστής; Δολοφόνος; Τραγόμορφος θεός; Βρικόλακας; Ένας Μεφιστοφελής που αντί για νιάτα, σοφία ή πλούτη χαρίζει στις γυναίκες το δώρο της σεξουαλικής πλήρωσης; Ο Β.Ρ. δεν θα μας το αποκαλύψει παρά στο τέλος. Αλλά και πάλι παίζει μαζί μας. Για παράδειγμα, στην εφιαλτική βόλτα του άγνωστου με τη Λούλα βάζει μια μάρτυρα – την κυρία με το σκυλάκι – να διαπιστώνει ότι ο άγνωστος δεν έχει σκιά. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με την εκδοχή που μας προτείνεται στο τέλος. Αλλού αναφέρεται η ιστορία της Λίμνης ως «υποτιθέμενη», ενώ παρακάτω μιλάει «για μεγάλες αμαρτίες… σαν αυτές που διέπραξες στη Λίμνη». Όλα αυτά, ωστόσο, συντείνουν στη δημιουργία δυσοίωνης απροσδιοριστίας. Η ασάφεια ταιριάζει στο μυθιστόρημα. Εξάλλου, η ίδια αυτή βόλτα στο καμίνι της Ιουλιάτικης Αθήνας σε ποιο βαθμό γίνεται πραγματικά και σε ποιο στο «νταγκλαρισμένο» μυαλό της Λούλας; Η γλώσσα είναι πια παραληρηματική σε αντίθεση με τον καθημερινό λόγο και την προφορικότητα του πρώτου μέρους. Ο χρόνος παύει να είναι γραμμικός, το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν. Δεν θέλω να μιλήσω για το τρίτο και τελευταίο μέρος, μη τυχόν παρασυρθώ, αποκαλύψω κάτι και χαλάσω το σασπένς.


Η Λούλα δεν κατατάσσεται εύκολα. Γιατί θα έπρεπε άλλωστε; Λογοτεχνία του τρόμου, ψυχολογικό θρίλερ, ψυχογράφημα, μεταφεμινιστικό ερωτικό μυθιστόρημα, παρωδία, πορνογραφία; Υπάρχουν στοιχεία από όλα αυτά τα είδη. Το τελευταίο, η κατηγορία της πορνογραφίας, έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς για να επιτεθούν στο μυθιστόρημα. Πορνογραφία [κατά τη Wikipedia] είναι η περιγραφή ερωτικών πράξεων με σκοπό τον σεξουαλικό ερεθισμό του αναγνώστη. Είναι αυτός ο σκοπός του συγγραφέα; Ακόμη κι αν ναι σε έναν βαθμό, προσωπικά δεν με ενοχλεί. Το αντίθετο θα ήταν υποκρισία. Είναι προφανές ότι ο Β.Ρ. λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Οι περιγραφές ίσως σοκάρουν κάποιους ή κάποιες. Αλλά γιατί η λογοτεχνία θα πρέπει να αφήνει στην άκρη τη σεξουαλικότητα; Ή να την τυλίγει με ζαχαρίτσα για να καταπίνεται εύκολα; Μήπως επειδή δεν τολμάμε – ούτε καν ιδιωτικά, πόσο μάλλον δημόσια – να την εξερευνήσουμε; Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος με τη Λούλα τόλμησε. Να μιλήσει για πράγματα που ούτε στον εαυτό μας δεν ομολογούμε, αλλά και για τα αδιέξοδα μιας εποχής με πήλινα πόδια και ίσως έμμεσα να προοιωνιστεί το κακό της τέλος.


[Το κείμενο είναι η συμβολή μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στον Βόλο, στο καφέ Ποδηλάτισσα, στις 17 Μαρτίου 2014]

Διαβάστε εδώ βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου από το αρχείο της BiblioNet και εδώ συνέντευξή του  στο diavasame.gr, με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο, Η πιο κρυφή πληγή.

Share/Bookmark

Σχόλια

Ετικέτες